ἰδανός

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδᾰνός Medium diacritics: ἰδανός Low diacritics: ιδανός Capitals: ΙΔΑΝΟΣ
Transliteration A: idanós Transliteration B: idanos Transliteration C: idanos Beta Code: i)dano/s

English (LSJ)

[ῐ], όν, (ἰδεῖν)

   A fair, comely, χάριτες Call.Fr.535.

German (Pape)

[Seite 1235] ansehnlich, wohlgestaltet, Callim. bei Schol. Il. 14, 172.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδανός: ῐ, όν, (ἰδεῖν) ὡραῖος, ἐπίχαρις, κομψός, χάριτες Καλλ. Ἀποσπ. 467.

Greek Monolingual

ἰδανός, -όν (Α)
ωραίος, κομψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδείν (απρμφ. αόρ. β' του ορώ) + -ανός κατά τα ικ-ανός, πιθ-ανός. Η λ. χρησιμοποιείται ως επίθ. τών χαρίτων και παράγει το επίθ. ιδανικός].