κάλχη

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλχη Medium diacritics: κάλχη Low diacritics: κάλχη Capitals: ΚΑΛΧΗ
Transliteration A: kálchē Transliteration B: kalchē Transliteration C: kalchi Beta Code: ka/lxh

English (LSJ)

ἡ, (perh. a loan-word)

   A murex, purple limpet, = πορφύρα, Nic.Al.393.    2 purple dye, Str.11.14.9.    II rosette on the capitals of columns, IG12.372.90, 4.1484.83 (Epid., iv B.C.), 11(2).161A73 (Delos, iii B.C.), Hsch.:—written Χάλκη IG12.374.317, al., Χάλχη ib.374.103.    III purple flower, Chrysanthemum coronarium, Alcm.39, Nic.Dam.76J.:—written Χάλκη in Nic.Fr.74.60, cf. Ps.-Dsc.4.58.

German (Pape)

[Seite 1315] ἡ, 1) die Purpurschnecke, der Purpursaft, Nic. Al. 391, v. l. χάλκη, die Purpurfarbe, χρῶμα ὅμοιον κάλχῃ Strab. XI p. 529. – 2) die Volute oder Schnecke am Knauf der ionischen Säule, Inscr. I. p. 282. – 3) eine Blume, Ath. XV, 682 a, aus Alcman.

Greek (Liddell-Scott)

κάλχη: ἡ, (ἴσως συγγενεύει τῷ κόγχη) ὁ κοχλίας τῆς πορφύρας, ἀλλαχοῦ πορφύρα, Νικ. Ἀλ. 393. 2) πορφυρᾶ βαφή, Στράβ. 529. ΙΙ. ἡ ἕλιξ τοῦ κιονοκράνου, «μέρος κεφαλῆς κίονος» Ἡσύχ.· ἀλλ’ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 90, ὁ Böckh. νομίζει ὅτι αἱ κάλχαι ἢ χάλκαι (ἐν τῷ Ἐρεχθείῳ) εἶναι ὁ ἐπὶ τοῦ ἀνωτάτου μέρους τοῦ ἐπιστυλίου διάκοσμος, ἴδε σ. 282. ΙΙΙ. εἶδος βοτάνης χρώματος ὡσαύτως πορφυροῦ, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 682Α· ― φέρεται χάλκη ἐν Νικ. Ἀποσπ. 2. 60.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
murex, coquillage donnant la pourpre.
Étymologie: mot pê emprunté.

Greek Monolingual

η (Α κάλχη και χάλκη και χάλχη)
ο κοχλίας ή ο έλικας του ιωνικού κιονοκράνου
αρχ.
1. ο κοχλίας της πορφύρας, το κοχλιοειδές μαλάκιο πορφύρα
2. η πορφύρα, η πορφυρή βαφή που βγαίνει από το μαλάκιο πορφύρα
3. το φυτό χρυσάνθεμο το στεφανωματικό που έχει πορφυρό χρώμα
4. (κατά τον φιλόλ. Bockh) στον πληθ. κάλχαι ή χάλκαι
ο γλυπτικός διάκοσμος που υπάρχει στο ανώτατο μέρος του επιστυλίου του Ερεχθείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Η σύνδεση του τ. με το κύριο όν. Κάλχας είναι ατεκμηρίωτη. Οι τ. χάλκη και χάλχη αποτελούν άλλες γραφές του τ. κάλχη: ο πρώτος ερμηνεύεται με μετάθεση του δασέος (-χ-), ενώ ο δεύτερος είναι προϊόν συμφυρμού τών κάλχη και χάλκη.

Greek Monotonic

κάλχη: ἡ, βυσσινί πεταλίδα.