μαστός

From LSJ
Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστός Medium diacritics: μαστός Low diacritics: μαστός Capitals: ΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: mastós Transliteration B: mastos Transliteration C: mastos Beta Code: masto/s

English (LSJ)

ὁ, Ep., Ion. μαζός, Hom., Hdt. (exc. in 3.133, 5.18, where codd. give μαστός; twice in codd. of Trag., A.Ch.531, E.Ba.701); Dor. μασδός Theoc.3.16,48; later μασθός LXX Is.32.12 (cod.A), al., Asclep. ap. Gal.13.934, Apoc.1.13 (v.l.), IG3.238

   A b, PMag.Lond.121.208, etc., also in codd. of A. Ch.545:—usage contradicts the statement of Gramm. that μαζός is the man's breast, μαστός the woman's:— breast, δεξιτερὸν κατὰ μαζόν Il.5.393; of men's breasts, βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο 4.528; βάλε στῆθος παρὰ μαζόν 8.121, cf. Od.22.82, X.An.1.4.17, 4.3.6.    2 more freq. of a woman's breast, μαζὸν ἀνέσχε, of Hecuba pleading with Hector, Il.22.80; εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον ib.83; γυναῖκά τε θήσατο μαζόν sucked her breast, 24.58; πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Od. 11.448; σὺ δέ μ' ἔτρεφες . . τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ 19.483; so φαίνουσαι τοὺς μαζούς Hdt.2.85; τοὺς μ. ἀποταμοῦσα Id.4.202; ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα Id.3.133; προὔκειτο μαστῶν περονίς S.Tr.925; προσέσχε μαζόν, of the mother, A.Ch.531; μαστὸν ἀμφέχασκε, of the child, ib.545, cf. 897; μαστῶν ἀποστάς S.El.776; πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν E.Hec.142 (anap.), etc.    b rarely of animals, udder, Id.Cyc.55 (lyr.), 207, Call.Jov.48.    c generally, of the breasts of all mammalia, Arist.HA521b21, PA688a18 sq., GA 752b23.    II metaph., any round, breast-shaped object:    1 round hill, knoll, Pi.P.4.8, X.An.4.2.6, Call.Del.48.    2 round piece of wool fastened to the edge of nets, X.Cyn.2.6, cf. Poll.5.29.    3 at Paphos, breast-shaped cup, Apollod. Cyren. ap. Ath.11.487b, cf. IG7.3498 (Oropus), 11(4).1307.21 (Delos).

Greek (Liddell-Scott)

μαστός: ὁ· Ἰων. καὶ Ἐπικ. μαζός, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμήρ. καὶ παρ’ Ἡροδ. (πλὴν ἐν 3. 133., 5. 18, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσι μαστός)· μαστὸς εἶναι πιθανῶς ὁ μόνος τύπος παρὰ Τραγ., ἂν καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς ἔχουσι γράψῃ μαζὸς ἐν Αἰσχύλ. Χο. 531, Εὐρ. Βάκχ. 701 (ἔνθα ἴδε Elmsl.)· Δωρ. μασδὸς Θεόκρ. 3. 16 καὶ 48· ὁ δὲ τύπος μασθὸς φαίνεται ὅτι εἶναι μεταγενέστ., ἂν καὶ εἰσήχθη εἰς τὸ κείμενον Ἀττικῶν συγγραφέων (Αἰσχύλου Χο. 545 καὶ Ξεν.)· ― ἡ χρῆσις ἐν γένει τῶν τύπων μαστὸς καὶ μαζὸς ἀντιφάσκει πρὸς τὸν ἰσχυρισμὸν τῶν Γραμματ. ὅτι δῆθεν μαζὸς μὲν εἶναιἀνδρικός, μαστὸς δὲ ὁ γυναικεῖος. Ὁ εἷς τῶν μαστῶν, δεξιτερὸν παρὰ μαζὸν Ἰλ. Ε. 393· βάλε δουρὶ στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, ἐκτύπησε τὸ στῆθος αὐτοῦ ὑπεράνω τοῦ μαστοῦ, Δ. 133· βάλε στῆθος παρὰ μαζὸν Θ. 121, πρβλ. Ὀδ. Χ. 8, ἴδε μεταμάζιος· ἐπὶ τῶν ἀνδρικῶν μαστῶν, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17., 4. 3, 6. 2) συνηθέστερον ἐπὶ τοῦ γυναικείου μαστοῦ, μαζὸν ἀνέσχε, ἐπὶ τῆς Ἑκάβης θρηνούσης ἐπὶ τοῦ πτώματος τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Χ. 80· εἴ ποτέ τοι λαθικηδέα μαζὸν ἐπέσχον αὐτόθι 83· γυναῖκά τε θήσατο μαζόν, γυναικὸς ἐθήλασε μαστόν, Ω. 58· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ Ὀδ. Λ. 448· σὺ δέ μ’ ἔτρεφες... τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ Τ. 483· οὕτω, φαίνουσαι τοὺς μαζοὺς Ἡρόδ. 2. 85· τοὺς μαζοὺς ἀποταμοῦσα 4. 202· ἐπὶ τοῦ μαστοῦ ἔφυ φῦμα 3. 133· καὶ παρὰ Τραγ., αὐτὴ προσέχετε μαστόν, ἐπὶ τῆς μητρός, Αἰσχύλ. Χο. 531· μαστὸν ἀμφέχασκε, ἐπὶ τοῦ τέκνου, αὐτόθι 545, πρβλ. 897· μαστῶν ἀποστὰς Σοφ. Ἠλ. 776, πρβλ. Τρ. 925· πῶλον ἀφέλξων σῶν ἀπὸ μαστῶν Εὐρ. Ἑκάβ. 144, κτλ. β) σπανίως ἐπὶ ζῴων, = οὖθαρ, τὸ βυζὶ ζῴου, «μαστάρι», ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 55, 207, Καλλ. εἰς Δία 48· ― παρ’ Ἀριστ. εἶναι τὸ γενικὸν ὄνομα τῶν μαστῶν πάντων τῶν θηλαστικῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20, 5, π. Ζ. Μορ. 4. 10, 33, π. Ζ. Γεν. 3. 2, 10, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεταφορ., ὡς τὸ βουνός, πᾶν στρογγύλον καὶ κατὰ σχῆμα ὅμοιον πρὸς μαστὸν πρᾶγμα, στρογγύλος λόφος, γήφολος (Γαλλ. mamelon), Πινδ. Π. 4. 14, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6, Καλλ. εἰς Δῆλ. 48· οὖθαρ. ―Καθ’ Ἡσύχ.: «μαστοί· τὰ ὑψηλὰ τῆς Ἀττικῆς μέρη». 2) στρογγύλον πλέγμα ἐκ λίνου προσπεπλεγμένον εἰς τὰ ἀκρωλένια τοῦ θηρευτικοῦ δικτύου, Ξεν. Κυν. 2, 6, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 29. 3) παρὰ τοῖς Παφίοις, ποτήριον ἔχον τὸ σχῆμα μαστοῦ, Ἀπολλόδ. Καρύστ. παρ’ Ἀθην. 487Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. mamelle :
1 sein de la femme;
2 sein de l’homme;
3 mamelle des animaux;
II. p. anal. 1 sommet arrondi d’une colline, mamelon;
2 gorge ou nœud d’un filet;
3 sorte de vase à boire.
Étymologie: cf. μαζός.

English (Slater)

μαστός
   1 breast met., hill κτίσσειεν εὐάρματον πόλιν ἐν ἀργεννόεντι μαστῷ (P. 4.8)

English (Strong)

from the base of μασσάομαι; a (properly, female) breast (as if kneaded up): pap.

Greek Monolingual

ο (ΑM μαστός και μασθός, Α ιων. τ. μαζός, δωρ. τ. μασδός)
1. (ανατ.-φυσιολ.) ημισφαιρική προεξοχή, ανά μία στα δύο πλάγια της πρόσθιας επιφάνειας του θώρακα, που περιέχει τους γαλακτοπαραγωγούς αδένες οι οποίοι στη γυναίκα αναπτύσσονται πλήρως και μετά τον τοκετό εκκρίνουν γάλα, απαραίτητο για την ανάπτυξη και διατροφή τών βρεφών, ενώ στον άντρα είναι υποτυπώδεις, δεν αναπτύσσονται και δεν έχουν εκκριτική λειτουργία, βυζί
2. ζωολ. στον πληθ. οι μαστοί
αμφοτερόπλευρα και συμμετρικά αδενικά όργανα που εντοπίζονται στο στήθος, στην κοιλιά και στη βουβωνική χώρα τών θηλαστικών ζώων και τών οποίων ο αριθμός ποικίλλει
3. καθετί το οποίο είναι στρογγυλό και έχει σχήμα που μοιάζει με μαστό
νεοελλ.
1. ναυτ. μικρή προεξοχή που φέρει οπή ρύθμισης ροής υγρού
2. τεχνολ. σωληνοειδές εξάρτημα, συνήθως μεταλλικό, με εξωτερικό σπείρωμα και στα δύο άκρα για τη σύνδεση δύο σωλήνων
3. φρ. «μαστοί της Αφροδίτης» — είδος μεγάλων ροδακίνων
αρχ.
1. στρογγυλό πλέγμα τοποθετημένο στην άκρη κυνηγετικού διχτιού
2. (ιδίως στους Παφίους) είδος κυπέλλου που είχε σχήμα ημισφαιρικό και έμοιαζε με μαστό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. μαστός (πιθ. < μαδτός) και μαζός (πιθ. < μαδ-jος) μπορούν να συνδεθούν με το θ. του ρήματος μαδῶ και σημασιολογικά, αν ληφθεί υπ' όψιν η διαδικασία λήψης της τροφής από τον μαστό, κατά τον θηλασμό. Ο τ. μασθός είναι δευτερεύων, σχηματισμένος αναλογικά προς λέξεις που δηλώνουν άλλα μέρη του σώματος (πρβλ. βρόχθος, κύσθος, στήθος). Μακρινή, τέλος, σύνδεση με το θ. μα- του μάμμη δεν είναι απίθανη.
ΠΑΡ. μαστάρι(-ον), μαστίο(ν), μαστώδης
νεοελλ.
μαστικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ.
μαστόδεσμος, μαστόδετον, μαστοδοτώ, μαστοφαγής
μσν.
μαστομαγερεία
νεοελλ.
μαστεκτομή, μαστογραφία, μαστοειδεκτομή, μαστοειδίτιδα, μαστοκύτταρο, μαστοπάθεια, μαστοπηξία, μαστοπλαστική, μαστοπτωσία, μαστωδυνία. (Β' συνθετικό) αρχ.
βαρύμαστος, βούμαστος, γυναικόμαστος, δεκάμαζος, μονόμαζος, ολόμαζος, φιλόμαστος, υπέρμαζος].

Greek Monotonic

μαστός: ὁ, Ιων. και Επικ. μαζός, Δωρ. μασδός,
I. 1. ένα από τα δύο στήθη (μαστούς), δεξιτερὸν παρὰ μαζόν, σε Ομήρ. Ιλ.· βάλε στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, χτύπησε το στέρνο του πάνω από το μαστό, στο ίδ.· βάλε στῆθος παρὰ μαζόν, στο ίδ.
2. ιδίως, στήθος γυναίκας, μαζὸνἄνεσχε, λέγεται για την Εκάβη που θρηνούσε πάνω από τον (νεκρό) Έκτορα, στο ίδ.· πάϊς δέ οἱ ἦν ἐπὶ μαζῷ, σε Ομήρ. Οδ.· πρόσεσχε μαστόν, λέγεται για μητέρα, σε Αισχύλ.· λέγεται για ζώα, μαστοί, μαστάρια, σε Ευρ.
II. 1. μεταφ., στρογγυλός λόφος, βουναλάκι (γαλ. mamelon), σε Πίνδ., Ξεν.
2. κομμάτι μαλλιού σφιχτά δεμένο στην άκρη των διχτυών, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μαστός: и μασθός, эп.-ион. μαζός, дор. μασδός ὁ
1) (женская, реже мужская) грудь или сосец Aesch., etc.: σὺ δέ μ᾽ ἔτρεφες τῷ σῷ ἐπὶ μαζῷ Hom. ты вскормила меня своей грудью; βαλέειν στῆθος παρὰ μαζόν Hom. поразить в грудь около соска;
2) сосец, вымя Eur. etc.;
3) круглый холм, бугор Xen., Polyb.;
4) узелок (на конце шнура звероловной сети) Xen.