μύσσομαι

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύσσομαι Medium diacritics: μύσσομαι Low diacritics: μύσσομαι Capitals: ΜΥΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: mýssomai Transliteration B: myssomai Transliteration C: myssomai Beta Code: mu/ssomai

English (LSJ)

fut. μύξομαι Epic.in Arch.Pap.7.5:—

   A blow the nose, μύσσονται δὲ οὐδέν Hp.Vict.3.70:—Act. (dub. in Hsch.) is only found in compds. ἀπο-, προ-μύττω. (Cf. μυκτήρ, μύξα (A); Skt. muncáti 'let go', Lat. e-mungo.)

Greek (Liddell-Scott)

μύσσομαι: μέσ., ἀπομύττομαι, ἐκβάλλω τὴν μύξαν μου, μύσσονται δὲ οὐδὲν Ἱππ. 369. 13· - τὸ ἐνεργ. μνημονεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ., ἀλλ’ εὕρηται μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἀπο-, προ-μύττω. - (Ἐκ √ΜΥΚ, πρβλ. μυκτήρ, μύξα, ἀπομύξασθαι)· Σανσκρ. muk, mu`nk-âmi (adjicio), Λατ. mung-o, e-mung-o, muc-us, muc-edo.)

French (Bailly abrégé)

moucher.
Étymologie: v. μύξα.

Greek Monolingual

μύσσομαι (Α)
φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< μυκ-) —απ' όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ.— ανάγεται σε ΙΕ ρίζα (s)meu-k- / (s)meu-g- με αρχική σημ. «μαλακός», απ' όπου «ολισθηρός, γλιστρώ, βλέννα, βλεννώδης» (πρβλ. σμύξων, σμύσσεται, σμυκτήρ, γλώσσες Ησύχ.) και συνδέεται με λατ. mūcōr, mūcus «βλέννα, μύξα» και ē-mungō / mungō «βγάζω τη μύξα» (πρβλ. λ. μύξα), αρχ. ισλδ. mygia «μούχλα», λεττον. mukls «βαλτώδης», κελτ. smūc «μαλακός». Επίσης το ρ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τ. που σημαίνουν «διαφεύγω, αφήνω, ελευθερώνω» (πρβλ. αρχ. ινδ. muncati, λιθουαν. munku). Στην ίδια ρίζα με το ρ. μύσσομαι ανάγονται και οι λ. μύκης, μύζω (II) και μυχθίζω. Η σημ., τέλος, του ρ. μύσσομαι εξελίχθηκε στα δύο σημαντικά παράγωγά του σε «βλέννα, βλεννώδης» για τη λ. μύξα και τα παράγωγά της και «χλευάζω, περιγελώ» για τη λ. μυκτήρ και τα παράγωγά της.
ΠΑΡ. μυκτήρ(ας), μύξα.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αρχ. εκμύσσομαι].