μορύσσω

From LSJ
Revision as of 00:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορύσσω Medium diacritics: μορύσσω Low diacritics: μορύσσω Capitals: ΜΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: morýssō Transliteration B: moryssō Transliteration C: morysso Beta Code: moru/ssw

English (LSJ)

Ep. Verb,

   A = μολύνω, soil, defile, in pf. part. Pass. μεμορυγμένα (v.l. μεμορυχμένα in Od. and Nic.), [εἵματα] καπνῷ Od.13.435; Ὀδυσῆα μ. αἵματι Q.S.5.450; μέλαν κυάνοιο . . μ. ἄνθος black mixed with blue, Opp.C.3.39; μ. ἀφρῷ, ὄξει, Nic.Al.318, 330.    II = μωλύνω 1, μελισσάων καμάτῳ ἔνι παῦρα μορύξαις (aor. opt.) ῥίζεα ib. 144 (cf. Sch.).

German (Pape)

[Seite 208] be lud ein, verunreinigen; εἵματα ῥυπόωντα, κακῷ μεμορυγμένα καπνῷ, Od. 13, 435; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 39; Nic. Al. 144 in allgemeiner Bdtg, μέλαν κυάνοιο μεμορυγμένον ἄνθος, schwarz mit blau gemischte Farbe.

Greek (Liddell-Scott)

μορύσσω: Ἐπικ. ῥῆμα, = μολύνω, παῦρα μορύξαις (ἀόρ. εὐκτ.) Νικ. Ἀλεξιφ. 144· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ. παθητ. πρκμ., μεμορυγμένα [εἵματα] καπνῷ Ὀδ. Ξ. 435· Ὀδυσῆα κεῖσθαι ὀϊόμενος μεμορυγμένον αἵματι πολλῷ Κόϊντ. Σμ. 5. 450· μέλαν κυάνοιο... μεμ. ἄνθος, μέλαν μεμιγμένον μετὰ κυανοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 39· μ. ἀφρῷ, ὄξει Νικ. Ἀλεξιφ. 318. 330.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. Act. et pf. Pass. μεμορυγμένος;
noircir, tacher, souiller.
Étymologie: DELG peu clair.

English (Autenrieth)

only pass. perf. part., μεμορυγμένα (-χμένα), stained, Od. 13.435†.

Greek Monolingual

μορύσσω (Α)
1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω
2. αναμιγνύω, ανακατώνω
3. μωλύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα mor(-u-) της ΙΕ ρίζας mer- «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση -u-) και συνδέονται πιθ. με σλαβικές λέξεις με σημ. «αλείφω, λερώνω» (πρβλ. ρωσ. mara-ju,-ti «ρυπαίνω», maraška «κηλίδα» και ίσως με τα μόρτος, μόρφνος). Η λ. μορύσσω, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -σσω, είναι πιθ. μετονοματικό παράγωγο του μόρυχος, που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυχος, ήσυ-χος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μόρυχος θεωρείται υποχωρητ. παρ. του μορύσσω.

Greek Monotonic

μορύσσω: = μολύνω, λερώνω, κηλιδώνω, στιγματίζω: μτχ. Παθ. παρακ., μεμορυγμένα καπνῷ, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

μορύσσω: делать черным, покрывать сажей, копотью (μεμορυγμένος или μεμορυχμένος καπνῷ Hom.).