πιπώ
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
οῦς, ἡ,
A woodpecker, Picus major and minor, Arist.HA593a4, al. (cf. πίπρα, πῖπος), Lyc.476, Nic.Fr.54, prob. in Antim.Col.4P.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, eine Art Baumhacker, Hesych. v. π ίπ ος u. πίπρα.
Greek (Liddell-Scott)
πῑπώ: -οῦς, ἡ, ὁ δρυοκολάπτης, picus viridis major et minor, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 7., 9. 1, 17 καὶ 21, κ. ἀλλ., Λυκόφρ. 476.
Greek Monolingual
-οῡς, ἡ, Α
δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που συνδέεται με το αρχ. ινδ. pippakā (πρβλ. πιπίζω [Ι], πίφιγξ)].
Russian (Dvoretsky)
πῑπώ: οῦς ἡ Arst. = πίπος.