σκίουρος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, (οὐρά) prop.
A shadow-tail, i.e. squirrel, Opp.C.2.586; cf. Plin.HN8.138.
German (Pape)
[Seite 899] ὁ, das Eichhörnchen, weil es sich mit seinem breiten aufwärtsgeschlagenen Schwanze Schatten zu machen scheint, Ael. u. Opp. C. 2, 586, auch καμψίουρος u. ἵππουρος.
Greek (Liddell-Scott)
σκίουρος: ὁ, (οὐρὰ) κυρίως ὁ διὰ τῆς οὐρᾶς κάμνων εἰς ἑαυτὸν σκιὰν (πρβλ. σκιάποδες), τὸ ζῷον ἡ «βερβερίτσα», Ὀππ. Κυν. 2. 586· πρβλ. Πλίν. 8. 58· καλεῖται καὶ καμψίουρος, ἵππουρος. (Ἐντεῦθεν τὸ Ἀγγλ. squir-rel, διὰ μέσου τοῦ Λατ. ὑποκορ. sciur-iolus), Ἡσύχ.
Latin > French (Gaffiot 2016)
scĭūrus, ī, m. (σκίουρος « dont la queue fait de l’ombre »), écureuil : Plin. 8, 138.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ζωολ. γενική, σήμερα, ονομασία τρωκτικών που ανήκουν στην οικογένεια σκιουρίδες της υπόταξης σκιουρόμορφα, και ιδίως, τών δενδρόβιων ειδών με τη χαρακτηριστική μακριά και φουντωτή ανορθωμένη ουρά, με γνωστότερο και πιο διαδεδομένο είδος τον κοινό σκίουρο ή βερβερίτσα
νεοελλ.
φρ. α) «ιπτάμενος σκίουρος»
ζωολ. ομάδα σκιουρόμορφων τρωκτικών που ανήκουν στην υποοικογένεια πεταυριστίνες της οικογένειας σκιουρίδες και είναι δενδρόβια ζώα με πτητική μεμβράνη, μια διπλή δερματική πτυχή που συνδέει από το ένα και το άλλο πλευρό τον λαιμό, τα πρόσθια και τα οπίσθια άκρα και επιτρέπει στα ζώα αυτά να κάνουν άλματα αερολισθαίνοντας σε μεγάλες αποστάσεις από δένδρο σε δένδρο ή από δένδρο στο έδαφος
β) «γκρίζος σκίουρος»
ζωολ. κοινή ονομασία του είδους Sciurus carolinensis που ζει στη Βόρεια Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. μεί-ουρος. Το ζώο ονομάστηκε έτσι λόγω της φουντωτής ουράς του].