καταστολή
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
English (LSJ)
ἡ,
A equipment, dress, 1 Ep.Ti.2.9, J.BJ2.8.4: metaph., κ. δόξης LXXIs.61.3. II putting down, checking, D.S. 15.94; reduction, subjugation, Ηβαΐδος Wilcken Chr.12.15 (i B.C.). 2 modesty, reserve, Hp.Decent.5,8; moderation, κ. περιβολῆς in dress, Plu.Per.5: abs., dignity, restraint, κ. καὶ εὐσχημοσύνη Inscr.Prien. 109.186 (ii B.C.), cf. Aristeas 284; ἡ τοῦ βίου σώφρων κ. IGRom. 4.1756.66 (Sardes, i B.C.), cf. Arr.Epict.2.10.15, 21.11, Porph.Abst. 4.6. 3 conclusion, 'finale', Mim.Oxy.413.95; δράματος Sch.Ar. Pax1203; remission, τῆς ὀδύνης Orib.Fr.74.
Greek (Liddell-Scott)
καταστολή: ἡ, (καταστέλλω), τὸ καταστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ κάτω ἢ ἐμποδίζειν καὶ καταπαύειν, κατάπαυσις. Διὸ ἀντιτίθενται καταστολὴ καὶ ταραχὴ Διόδ. 15. 94· κ. τῶν παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 137. 2) Τὸ καταβιβάζειν, ἀφίνειν (οἷον τὸ ἔνδυμα) πρὸς τὰ κάτω, κ. τῆς περιβολῆς Πλουτ. Περικλ. 5, ὅπερ ἐνομίζετο ὡς σεμνότης καὶ εὐσχημοσύνη. Διὸ διακρίνεται ἡ καταστολὴ τῆς περιστολῆς, Ἱππ. π. Εὐσχημ. 23. 34., 24. 13 καὶ 42. 3) αὐτὴ ἡ περιβολὴ ἢ ἡ ἐνδυμασία· Ἡσύχ. καταστολὴ = περιβολὴ καὶ Σουΐδ. κ. = στολή· ἐν κ. κοσμίῳ Παύλ. Ἐπιστολ. Π. Τιμόθ. α΄, 2, 9· καὶ μεταφρ., κ. δόξης Ἑβδ. (Ἡσαΐ. ΞΑ´, 3)· οὕτως ἑρμηνευτέον καὶ τὸ σκοτεινὸν χωρίον ἐν Ἐπικτ. διατριβ. 2. 21, 11· ἔρχει μοι καταστολὰς ποιήσας ὡς σοφός, λαβὼν τὸ σχῆμα καὶ τὸ ἀξίωμα τοῦ σοφοῦ. 4) ἐν γένει ἡ κοσμιότης, σεμνότης, σωφροσύνη, τὸ ἀτάραχον τῆς ψυχῆς, διὸ Ἐπίκτ. Διατρ. 2. 10, 15, συνάπτει αἰδῶ καὶ κατ. ἡμερότητα,- κατακόσμησις ἤθους καὶ καταστολὴ Κλήμ. Ἀλ. 785· εὐσταθείᾳ ψυχῆς καὶ καταστολῇ σώματος Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθ. 28.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
modestie, décence, bienséance ; particul. calme plein de dignité.
Étymologie: καταστέλλω.
English (Strong)
from καταστέλλω; a deposit, i.e. (specially) costume: apparel.
English (Thayer)
καταστολης, ἡ (καταστέλλω, which see);
1. properly, a lowering, letting down; hence,
2. in Biblical Greek twice, a garment let down, dress, attire: Vulg. habitus, which the translator, according to later Latin usage, seems to understand of clothing (cf. the French l'habit); (cf. Josephus, b. j. 2,8, 4); for מַעֲטֶה, Hesychius says καταστολήν. περιβολήν (cf. Winer's Grammar, 23, but especially Ellicott on 1 Timothy , the passage cited).
Greek Monolingual
η (AM καταστολή) καταστέλλω
1. περιορισμός, περιστολή, αναστολή, συγκράτηση, συμμάζεμα
2. μτφ. κατάπνιξη, κατάπαυση, κατασίγαση, καθυπόταξη, καταπράυνση (α. «καταστολή τών παθών» β. «καταστολή του κινήματος»)
μσν.
ο ενταφιασμός
αρχ.
1. περιβολή, ενδυμασία, στολή
2. υποδούλωση, υποταγή
3. κοσμιότητα, σεμνότητα, μετριοφροσύνη
4. μετριοπάθεια, εγκράτεια, σωφροσύνη
5. ηρεμία ψυχής, αταραξία
6. (σχόλ. και πάπ.) το τέρμα μιας ενέργειας και ιδίως μιας σύνθετης δράσης, ειδ. η λύση της πλοκής δραματικού έργου.
Russian (Dvoretsky)
καταστολή: ἡ1) сдерживание, унимание (sc. τῆς ταραχῆς Diod.);
2) сдержанность, скромность: κ. τῆς περιβολῆς Plut. скромность в одежде;
3) одеяние, одежда (ἐν καταστολῇ κοσμίῳ NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστολή -ῆς, ἡ [καταστέλλω] kleding: ἐν καταστολῇ κοσμίῳ in decente kleding NT 1 Tim. 2.9 schikking, ordening:. καταστολὴ περιβολῆς schikking van zijn kleding Plut. Per. 5.1.