καρηβαρία

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρηβᾰρία Medium diacritics: καρηβαρία Low diacritics: καρηβαρία Capitals: ΚΑΡΗΒΑΡΙΑ
Transliteration A: karēbaría Transliteration B: karēbaria Transliteration C: karivaria Beta Code: karhbari/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, = foreg., Hp.Acut.49, Aph.5.22, Arist. Somn.Vig.456b29, Porph.Abst.1.28, Agath.2.38; κ. βάκτρου, paraphrase for a 'knobby' stick, AP9.249 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1327] ἡ, = καρηβάρεια; ὀζαλέη Macc. 10 (IX, 249), v. l. auch bei den Medic.

Greek Monolingual

καρηβαρία και ιων. τ. καρηβαρίη, ἡ (Α) καρηβαρώ
1. πόνος του κεφαλιού, κεφαλαλγία, κεφαλόπονος
2. φρ. «καρηβαρία βάκτρου» — βάρος της κορυφής ράβδου, παράφραση για ροζιασμένο ραβδί (Ανθ. Παλ.).

Russian (Dvoretsky)

κᾰρηβᾰρία:1) увесистость головки, т. е. тяжеловесный набалдашник (βάκτρου Anth.);
2) ощущение тяжести в голове, головная боль Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρηβαρία -ας, ἡ, Ion. καρηβαρίη [καρηβαρής] zwaar gevoel in het hoofd, hoofdpijn. Hp.