ἄμειψις

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμειψις Medium diacritics: ἄμειψις Low diacritics: άμειψις Capitals: ΑΜΕΙΨΙΣ
Transliteration A: ámeipsis Transliteration B: ameipsis Transliteration C: ameipsis Beta Code: a)/meiyis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀμείβω)

   A exchange, interchange, Plb.10.1.5; ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων Plu.Arist.16; ὀνομάτων Anon. in SE46.25: succession, τῶν γενῶν Plu.Sull.7; change, τῆς χρόας Id.2.978d.    II requiting, repaying, [τῶν εὐεργετημάτων] Inscr.Prien.105.18.    2 repartee, Plu.2.803c.

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, Tausch, Pind. frg. 6; Pol. 10, 1, Vergeltung, ἀργυρική, Bezahlung in Silber, Diod. S. 4, 47; Veränderung, Plut. Syll. 7 Arist. 16; Antwort, Plut. reip. ger. pr. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμειψις: -εως, ἡ, (ἀμείβω) ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, Πολύβ. 10. 1, 5· ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων, καθ’ ἣν ὥραν ἀλλάσσονται αἱ τάξεις, Πλουτ. Ἀριστείδ. 16: - μεταλλαγή, διαδοχή, ὁ αὐτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. ἀνταπόδοσις, ὅθεν καὶ ἀπόκρισις, ὁ αὐτ. 2. 803C.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 échange;
2 succession;
3 réponse.
Étymologie: ἀμείβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 intercambio c. sent. comercial τὰς ἀμείψεις καὶ τὰς οἰκονομίας πρὸς πάντας ... ποιεῖσθαι Plb.10.1.5, ποιοῦσι (οἱ ποταμοί) τάς τε κομιδὰς καὶ τὰς ἀμείψεις ... λυσιτελεῖς D.H.1.37, ἀμείψεις ἐποιοῦντο τῶν ὠνίων D.H.7.58, ἡ μὲν ἀριθμητικὴ (εὔχρηστον) πρὸς ... ἀμείψεις καὶ κοινωνίας Nicom.Ar.1.3.7
en sent. gener. cambio ἐν ἀμείψει τῶν τάξεων ἦσαν éstos estaban cambiando (de lugar) las formaciones Plu.Arist.16, ἄ. χάριτος intercambio de favores D.S.21.17, ὀνομάτων Anon.in SE 46.25.
2 cambio τῆς χρόας Plu.2.978e
en fil. κατὰ τὴν ἄμειψιν ταύτην καὶ τὴν εἰς ἄλληλα ἐν μέρει μεταβολὴν Alex.Aphr. en Simp.in Ph.1125.6, ἡ κίνησις γὰρ τόπων ἐστὶ μεταβολὴ καὶ ἄ. κατὰ τὸ συνεχές Phlp.in Ph.567
en sent. monetario ἡ τῶν ἀσσαρίων ἄ. OGI 484.12 (Pérgamo I a.C.)
gen. ἀμείψεως a cambio παρέλαβον ... κριθῆς καθαρᾶς ... ἀμείψεως σίτου ... ἀρτάβας χειλίας he recibido mil artabas de cebada limpia a cambio del trigo, PCair.Isidor.47.44 (IV a.C.).
3 relevo de una cuadrilla de mineros PFlor.3.7, 16 (III a.C.), de funcionarios o liturgias PLond.1248.20 (IV a.C.), POxy.1425.7 (IV a.C.)
sucesión, turno τῶν γενῶν la sucesión de las edades Plu.Sull.7.
4 recompensa ἄμειψις (τῶν εὐεργετημάτων) IPr.105.18, ἄ. ἀρετῆς recompensa por la virtud Phlp.in de An.111
pago ἀργυρικὴ ἄ. D.S.3.47, ἐβένους ἀντέδωκαν ἀμείψεις σου te dieron ébano en pago Sm.Ez.27.15.
5 réplica περὶ τὰς ἀμείψεις καὶ τὰς ἀπαντήσεις Plu.2.803c.

Greek Monolingual

ἄμειψις (-έως), η (Α) ἀμείβω
1. αλλαγή, ανταλλαγή
2. μεταβολή, αλλοίωση
3. διαδοχή
4. ανταπόδοση
5. εύστροφη απάντηση, ανταπάντηση.

Greek Monotonic

ἄμειψις: -εως, ἡ (ἀμείβω),
1. αλλαγή, ανταλλαγή, σε Πλούτ.
2. εναλλαγή, διαδοχή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμειψις: εως ἡ1) мена, обмен Pind.: αἱ ἀμείψεις πρός τινα Polyb. меновая торговля с кем-л.; ἡ ἀργυρικἡ ἄ. Diod. обмен (товаров) на серебро;
2) смена (τῶν τάξεων Plut.);
3) ответ (ἀμείψεις καὶ ἀπαντήσεις Plut.).