λάλημα

From LSJ
Revision as of 23:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλημα Medium diacritics: λάλημα Low diacritics: λάλημα Capitals: ΛΑΛΗΜΑ
Transliteration A: lálēma Transliteration B: lalēma Transliteration C: lalima Beta Code: la/lhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A talk, prattle, Eub.109, Mosch.1.8.    II prater, S.Ant.320; ποικίλων λαλημάτων E.Andr. [937].    2 a person talked about, by-word, LXX 3 Ki.9.7, al.    III style, Nausiph. 2.

German (Pape)

[Seite 9] τό, das Geschwätz, Mosch. 3, 8, u. Sp., auch = Geräusch, Eubul. Ath. VI, 229 a. – Als Schmähwort, der Schwätzer, οἴμ' ὡς λάλημα δῆλον ἐκπεφυκὸς εἶ Soph. Ant. 320; von Frauen, Eur. Andr. 938, im plur.

Greek (Liddell-Scott)

λάλημα: [λᾰ], τό, ὁμιλία, φλυαρία, Εὔβουλ. ἐν «Τιτᾶσι» 1, Μόσχ. 1. 8. ΙΙ. φλύαρος ἄνθρωπος, Σοφ. Ἀντ. 320 (ἂν μὴ ἐσφ. γραφὴ ἀντὶ ἄλημα, ἴδε Δινδ.)˙ ποικίλων λαλημάτων Εὐρ. Ἀνδρ. 937. 2) ἄνθρωπος περὶ οὗ γίνεται συχνὸς λόγος ἐπὶ κακῷ, πρὸς ὄνειδος, Λατ. fabula, Ἑβδ. (Γ Βασιλ. Θ΄, 7, κ. ἀλλ.).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 bavardage, babil;
2 p. ext. bavard, causeur.
Étymologie: λαλέω.

Greek Monolingual

το (AM λάλημα) λαλώ
ομιλία, λόγος, φλυαρία
νεοελλ.
1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («του πετεινού το λάλημα»)
2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου
3. στον πληθ. τα λαλήματα
τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα
αρχ.
1. κατηγορία εναντίον κάποιου, καταλαλιά («καὶ ἔσται Ἰσραὴλ εἰς ἀφανισμὸν καὶ εἰς λάλημα εἰς πάντας τοὺς λαούς», ΠΔ)
2. ύφος λόγου
3. συνεκδ. ο φλύαρος, ο φαφλατάς («σοφῶν πανούργων ποικίλων λαλημάτων», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάλημα: [λᾰ], -ατος, τό,
I. ομιλία, φλυαρία, σε Μόσχ.
II. φλύαρος άνθρωπος, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λάλημα: ατος (ᾰ) τό
1) pl. болтовня Eur.;
2) болтун(ья) (λ. δῆλον Soph.).