ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(I)δομῶ (-έω) (AM)χτίζω, οικοδομώ.———————— (II)δομῶ (-όω) (Α)προσφέρω στέγη, φιλοξενία σε κάποιον.