άχαρος
From LSJ
(I)
-η, -ο χάρη
αυτός που δεν έχει χάρη, ο άκομψος, ο άσχημος.———————— (II)
-η, -ο χαρά ή χαίρομαι]
1. αυτός που δεν δοκιμάζει ή δεν δοκίμασε χαρά, ο δύστυχος
2. όποιος δεν φέρνει χαρά, ο θλιβερός
3. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη νιώσει χαρά.