κάτι
Greek Monolingual
(I)
(Μ κάτι και ὁκάτι[ν])
(αόρ. αντων. κοινού γένους και αριθμού η οποία απαντά στην ονομ. και αιτ.)
1. κάποιος, κάποια, κάποιο («έχω κάτι να σού δώσω»)
2. (ως επίρρ.) λίγο, κάπως («αυτά τα ρούχα είναι κάτι καλύτερα από τα άλλα»)
νεοελλ.
1. ως επίθ. μερικοί, -ές, -ά, κάποιοι, -ες, -οια («είδα κάτι ωραία πράγματα»)
2. ως προσδιορισμός για έξαρση ή μείωση («έχει κάτι μάτια»)
3. (ως επίρρ.) δηλώνει έκπληξη, χαρά, θλίψη ή απορία («κάτι χαρούμενο σέ βλέπω»)
4. φρ. α) «νομίζει ότι είναι κάτι» — θεωρεί τον εαυτό του σπουδαίο, έχει μεγάλη ιδέα για τον ευατό του
β) «νομίζει ότι κάτι κάνει» — θεωρεί τις πράξεις του πολύ σπουδαίες
γ) «είναι το κάτι άλλο» — είναι πάρα πολύ ωραίο
μσν.
1. (με αρσ. ή θηλ.) ένας, μία, κάποιος, κάποια («άλλος ὁκάτι βασιλεὺς», Καλλίμ. και Χρυσ.)
2. (με άρνηση) τίποτε («ἀπομένεις ἔρημος ὡς μὴ ἔχοντας κάτι», Σπαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κἄν τι
για τον μεν τ. ὁκάτι βλ. κάποιος, κάπου].———————— (II)
το
1. η πτυχή, η πιέτα, η δίπλα (α. «κάνε το πανί τρία κάτια» β. «έγινε δύο κάτια» — διπλώθηκε στα δύο)
2. καθένα από τα νημάτια από τα οποία αποτελούνται οι κλωστές
3. πάτωμα, όροφος («το σπίτι έχει τρία κάτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kat].