κύπερος

From LSJ
Revision as of 23:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλοςχρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠπερος Medium diacritics: κύπερος Low diacritics: κύπερος Capitals: ΚΥΠΕΡΟΣ
Transliteration A: kýperos Transliteration B: kyperos Transliteration C: kyperos Beta Code: ku/peros

English (LSJ)

ὁ, Ion. for κύπειρος,

   A Cyperus rotundus, Hp.Nat.Mul.58, Hdt.4.71: also in later Gr., Dsc.1.4, Plu.2.383e, Gal.12.54, PSI6.718.4 (iv/v A.D.).    II κ. ἕτερος turmeric, Curcuma longa, Dsc.1.5.

German (Pape)

[Seite 1534] ὁ, ion. = κύπειρος; bei Her. 4, 71 eine gewürzige Pflanze, mit welcher die Scythen ihre Könige einbalsamirten.

Greek (Liddell-Scott)

κύπερος: ὁ, πιθαν. Ἰων. ἀντὶ κύπειρος, Ἡρόδ. 4. 71, ― ἔνθα λέγεται ὅτι εἶναι ἀρωματικόν τι φυτὸν ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Σκύθαις πρὸς ταρίχευσιν («βαλσάμωμα»), πρβλ. Πλούτ. 2. 383Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ion. c. κύπειρος.

Greek Monolingual

(I)
κύπερος, ὁ (Α)
ιων. τ. βλ. κύπερη.———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη κυπερώδη, οικογένεια κυπερίδες, από τα οποία γνωστότερα είναι ο Cyperus papyrus, ο πάπυρος τών αρχαίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειοι λ., πρβλ. αγγλ. cyperus < λατ. cyperos < κύπειρος.

Greek Monotonic

κύπερος: ὁ, πιθ. Ιων. αντί κύπειρος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κύπερος: ὁ Her., Plut. = κύπειρον.