σπειροφόρος
From LSJ
κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
English (LSJ)
ὁ,
A bearer of a σπεῖρον, i.e. garment of image of Artemis, Jahresh. 18 Beibl. 287 (Ephesus).
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν
(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος βραχιονοπόδων που ανήκει στην ομάδα τών σπειριφεροειδών και έζησε από το σιλούριο ώς το πέρμιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. spirifer < spir- (< σπείρα) + -fer (< λατ. fero «φέρω»)].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που φορεί σπεῑρον, ένδυμα με παράσταση της Αρτέμιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπεῖρον «είδος υφάσματος» + -φόρος (< φέρω)].