πιπίζω

From LSJ
Revision as of 06:10, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

German (Pape)

[Seite 617] = πιπίσκω, zw. S. auch πιππίζω.

Greek (Liddell-Scott)

πῑπίζω: τῷ ἑπομ. Ἰω. Μαλαλ. 210, 14. ΙΙ. = πιπίζω, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α
(για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ.———————— (II)
Μ
πιπίσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί-σκω με κατάλ. -ζω].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιπίζω, onomat., piepen.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to beep (Ar. Av. 306),
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatop. word like Lat. pīp(il)āre, NHG piepen etc. (W.-Hofmann s.v.); cf. πιπώ.