ἀθυμία
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A lack of spirit, Hp.Aër.16; faintheartedness, despondency, Hdt.1.37, E.HF552; εἰς ἀ. καθιστάναι or ἐμβάλλειν τινά Pl.Lg.731a, Aeschin.3.177; ἀ. παρέχειν τινί X.Cyr.4.1.8; εἰς ἀ. καταστῆναι Lys.12.3; ἐν πάσῃ ἀ. εἶναι X.HG6.2.24; ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237; ἀ. ἐμπίπτει τινί X.Mem.3.12.6: pl., ἀ. ἢ φόβοι Arist.Pr.954a23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῡμία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, ἀδημονία, λύπη, ἀπελπισία, Ἡρόδ. 1. 37, Σοφ. Ἀντ. 237, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 551· εἰς ἀθ. καθιστάναι ἢ ἐμβάλλειν τινά, Πλάτ. Νόμ. 731Α, Αἰσχίν. 79. 12· ἀθ. παρέχειν τινί, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 8· εἰς ἀθ. καταστῆναι, Λυσ. 120, 23· ἐν ἀθ. εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 24· ἀθυμίαν ἔχειν, Σοφ. ἔνθ’ ἄνωτ., Ξενοφ. ― ἀθ. ἐμπίπτει τινί, Ξεν. Ἀπομ. 3. 12, 6: ― πληθ., ἀθ. καὶ φόβοι, Ἀριστ. Πρβλ. 30. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
découragement, inquiétude.
Étymologie: ἄθυμος.
Spanish (DGE)
(ἀθῡμία) -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Aër.16
1 pusilanimidad, falta de coraje ἀ. τῶν ἀνθρώπων καὶ ἀνανδρείη Hp.l.c., οὔτε τινὰ δειλίην μοι παριδὼν οὔτε ἀθυμίην Hdt.1.37, cf. Plot.2.3.11.
2 desánimo, desaliento εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Pl.Lg.731a, cf. Aeschin.3.177, 1Ep.Clem.46.9, D.C.49.7.3, ἀθυμίαν ... πλείστην παρεῖχε πᾶσιν X.Cyr.4.1.8, εἰς ἀθυμίαν καταστῆναι Lys.12.3, (αὐτούς) τοῦ πλήθους τῶν ἀπολωλότων εἰς ἀθυμίαν ἄγοντος Plb.10.14.6, ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι X.HG 6.2.24, ἐν πολλῇ εἶναι ἀθυμίᾳ BGU 728.8 (biz.), ἀθυμίαν ἔχειν S.Ant.237, λήθη ... καὶ ἀθυμία ... πολλοῖς ... εἰς τὴν διάνοιαν ἐμπίπτουσιν X.Mem.3.12.6, μήτε ἀθυμίᾳ τοιαύτῃ δῷς σεαυτόν Luc.Asin.39, ἐγένετό τις ἀ. τῆς ψυχῆς Plb.30.32.10, ἀ. πολλή μοι ἐστίν T.Abr.A 20, πόθεν δ' ἐς ὑμᾶς ἥδ' ἐσῆλθ' ἀθυμία E.HF 552, ὑπὸ τῆς ἀθυμίας μετήλλαχεν τὸν βίον se murió de pena, UPZ 19.14 (II a.C.).
Greek Monotonic
ἀθῡμία: Ιων. -ίη, ἡ, έλλειψη θάρρους, λιποψυχία, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ.· εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι τινά, σε Πλάτ.· ἀθυμίαν παρέχειν τινί, σε Ξεν.· ἐν ἀθυμίᾳ εἶναι, στον ίδ.· ἀθυμία ἐμπίπτει τινί, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῡμία: ион. ἀθῡμίη ἡ
1) упадок духа, уныние, отчаяние, подавленность, тревога: ἀθυμίαν ἔχειν ἀντί τινος Soph. впасть в отчаяние от чего-л.; ἐν πάσῃ ἀθυμίᾳ εἶναι Xen. совершенно пасть духом; εἰς ἀθυμίαν καθιστάναι Plat. или ἐμβαλεῖν τινα Aeschin. привести кого-л. в уныние;
2) малодушие, робость (ἀθυμίαι καὶ φόβοι Arst.).