καταβιάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

German (Pape)

[Seite 1339] bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασθῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασθῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.

Greek Monotonic

καταβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.,
I. εξαναγκάζω, σε Θουκ.
II. Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβιάζομαι: 1) med. подчинять себе, покорять (τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὶ χάριτι τὴν δόξαν Plut.): ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления;
2) pass. быть принуждаемым (ὑπό τινος Plut.).