εὐτέλεια

Revision as of 21:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

Ion. εὐτελείη or εὐτελίη (v. infr. 11.2), ἡ,

   A having little to pay, cheapness, πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων to procure cheapness of... Hdt.2.92; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i.e. vilely, εἰς εὐ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. εἰς εὐτέλειαν the cheapest, Antiph.20; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2.    2 meanness, shabbiness, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐ. οἴκου καὶ ἀμορφία Luc.Dom.14.    II thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ economically, Ar.Ra.406 (lyr.); φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας without extravagance, Th.2.40; ἐς εὐ. ξυντετμῆσθαι to be cut down to an economical standard, Id.8.86; ἐς εὐ. σωφρονίσαι ib. 1: in pl., economies, ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1.    2 Εὐτελίη personified, Εὐ., κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτέλεια: ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. εὐμάρεια): εὐθηνία, πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς κάλλος, εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· κρέας δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) εὐτέλεια ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. οἰκονομία, λιτότης, ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, ἄνευ πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι μέχρι σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν αὐτόθι 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα εἶναι ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. ὄνομα κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. peu de valeur d’une chose, bas prix;
II. p. suite
1 nature vile ou vulgaire, vulgarité;
2 en b. part simplicité, frugalité, économie.
Étymologie: εὐτελής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτέλεια, Α και ιων. τ. εὐτελίη) ευτελής
1. το να είναι κάτι φθηνό, η φθήνια, η χαμηλή τιμή
2. χυδαιότητα, προστυχιά, ποταπότητα, μικροπρέπεια, μικρότηταευτέλεια συμπεριφοράς, χαρακτήρα» κ.λπ.)
μσν.
1. περιφρόνηση, καταφρόνηση
2. (με καλή σημ.) ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
αρχ.
1. (συν. με φρ. που έχουν επιρρμ. έννοια) οικονομία, λιτότητα, απλότητα («φιλοκαλοῡμεν μετ' εὐτελείας», Θουκ.)
2. φρ. «εἰς εὐτέλειαν»
α) φθηνά, άσχημα, κακώς
β) (για πράγματα) αυτό που πωλείται σε χαμηλή τιμή, της φθήνιας, το φθηνό.

Greek Monotonic

εὐτέλεια: Ιων. -ίη, ἡ,
I. φθήνια, σε Ηρόδ.· εἰς εὐτέλειαν, φθηνά, δηλ. άθλια, πρόστυχα, σε Αριστοφ.
II. αποταμίευση, οικονομία, λιτότητα, ἐπ' εὐτελείᾳ, οικονομικά, στον ίδ.· μετ' εὐτελείας, σε Θουκ.· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτω, κάνω περικοπές για λόγους οικονομίας, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτέλεια: ион. εὐτελείη и εὐτελίη
1) дешевизна (τῶν σιτίων Her.);
2) малоценность, незначительность, ничтожность (τῆς διανοίας Arst. и τοῦ διανοήματος Plut.): εἰς εὐτέλειαν Arph. по дешевке, т. е. плохо, аляповато;
3) бережливость, экономия Xen., Plat.: ἐπ᾽ εὐτελείᾳ Arph. из экономии; μετ᾽ εὐτελείας Thuc. и σὺν εὐτελείᾳ Plut. с умеренными затратами, без расточительности; ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. сократить расходы.