μεγαλοπρεπής

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοπρεπής Medium diacritics: μεγαλοπρεπής Low diacritics: μεγαλοπρεπής Capitals: ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: megaloprepḗs Transliteration B: megaloprepēs Transliteration C: megaloprepis Beta Code: megalopreph/s

English (LSJ)

ές,

   A befitting a great man, magnificent, δεῖπνον μ. Hdt.5.18; δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Id.6.122; κάλλιστον ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ar.Av.1125; ταφή Pl.Mx.234c; προαίρεσις Hyp. Epit.40; πράξεις ib.1 (Comp.); δόξα 2 Ep.Pet.1.17, etc.    2 of persons, Pl.R.487a, al., Arist.EN1107b17; τὸ μ. X.Mem.3.10.5; of a horse, Id.Eq.10.1 (Comp.): Sup., as honorific title, PGrenf.2.81 (a). 14 (v A. D.), etc.    3 of style, μ. λόγοι Pl.Smp. 210d; λέξις Arist. Rh.Al.1441b12; μεθιστάναι ἐπὶ τὸ -έστερον ib.1423b12.    II Adv. -πέως, Att. -πῶς, Hdt.6.128, X.An.1.4.17, etc.: Comp. -έστερον Id.Vect.6.1, Pl.Ly. 215e: Sup. -έστατα Hdt.7.57.

German (Pape)

[Seite 107] ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 70, 10.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοπρεπής: -ές, (πρέπω) ὁ ἁρμόζων εἰς μέγαν ἄνδρα, ἔχων μεγαλοπρέπειαν, ἔξοχος, λαμπρός, Λατ. magnificus, δεῖπνον μ. Ἡρόδ. 5. 18· δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην ὁ αὐτ. 6. 122· ἔργον καὶ μεγαλοπρεπέστατον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1125· ταφὴ Πλάτ. Μενέξ. 234C ― τὸ μεγαλοπρεπές, μεγαλοπρέπεια, Ξεν. Ἀπομνημ. 3. 10, 5, κτλ. 2) ἐπὶ προσώπων, Πλάτ. Πολ. 487Α, κ. ἀλ., πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 2, 5· ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 10, 1 (ἐν τῷ συγκριτ.). 3) ἐπὶ ὕφους, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 3. 10, 5, Πλάτ. Συμπ. 210D, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 6. ΙΙ. Ἐπίρρ. -πέως, Ἀττ. -πῶς, Ἡρόδ. 6. 128, Ξεν. Ἀν. 1. 4, 17, κτλ.· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Λῦσ. 215Ε· ὑπερθετ. -έστατα, Ἡρόδ. 7. 57.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a grand air, magnifique ; τὸ μεγαλοπρεπές la magnificence;
Cp. μεγαλοπρεπέστερος, Sp. μεγαλοπρεπέστατος.
Étymologie: μέγας, πρέπω.

English (Strong)

from μέγας and πρέπω; befitting greatness or magnificence (majestic): excellent.

English (Thayer)

μεγαλοπρεπες, genitive μεγαλοπρεποῦς, (μέγας, and πρέπει it is becoming (see πρέπω)), befitting a great Prayer of Manasseh , magnificent, splendid; full of majesty, majestic: Herodotus, Xenophon, Plato, others.)

Greek Monolingual

-ές και μεγαλόπρεπος, -η, -ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, -ές)
1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ' ἀληθείας», Πλάτ.)
2. (για ύφος) υψηλός
3. το ουδ. ως ουσ. το μεγαλοπρεπές
η μεγαλοπρέπεια.
επίρρ...
μεγαλοπρεπώς και μεγαλόπρεπα (ΑM μεγαλοπρεπῶς, Α και μεγαλοπρεπέως)
με μεγαλοπρεπή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].

Greek Monotonic

μεγᾰλοπρεπής: -ές (πρέπω),·
I. κατάλληλος για να αναδειχθεί σε μεγάλο, σπουδαίο άνδρα, μεγαλοπρεπής, σε Ηρόδ., Αττ.· μεγαλοπρεπές = μεγαλοπρέπεια, σε Ξεν.
II. επίρρ. -ῶς, Ιων. -έως, σε Ηρόδ., Ξεν.· συγκρ. -έστερον, σε Πλάτ., υπερθ. -έστατα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μεγαλοπρεπής: 1) великолепный, пышный, роскошный (δεῖπνον Her.; ταφή Plat.; ἵππος Xen.); роскошный, щедрый (δωρεά Her.);
2) пышный, блестящий (λόγοι Plat.; δόξα NT): νεανικοὶ καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Plat. полные юношеского пыла.