τρύπη
English (LSJ)
A v. τρῦπα.
German (Pape)
[Seite 1156] ἡ, das Loch, wie τρῦπα. – [Ueber die Länge des υ vgl. Jac. A. P. p. 801.]
Greek (Liddell-Scott)
τρύπη: ἴδε ἐν λ. τρῦπα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
trou.
Étymologie: DELG τρύω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(μτγν. τ.) βλ. τρύπα.
Greek Monotonic
τρύπη: ἡ, (τρύω), τρύπα, οπή, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
τρύπη: (ῡ) ἡ отверстие, дыра Anth.