ἀκίς

From LSJ
Revision as of 15:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίς Medium diacritics: ἀκίς Low diacritics: ακίς Capitals: ΑΚΙΣ
Transliteration A: akís Transliteration B: akis Transliteration C: akis Beta Code: a)ki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (cf. ἀκή A)

   A pointed object; hence, needle, Hp.Int. 41; splinter, Id.Epid.5.46; πετροτόμος ἀ., of a chisel, APl.4.221 (Theaet.).    2 barb of an arrow or hook, βελῶν Plu.Demetr.20; ἀγκίστρου AP6.5 (Phil.).    3 arrow, dart, Ar.Pax443, Mnesim.7, Opp.H.5.151.    4 metaph., ἔρως . . ἡ φρενῶν ἀ. Tim.Com.2; πόθων ἀκίδες stings of desire, AP12.76 (Mel.): in pl., sharp, acute pains, Aret.SD2.4.    II surgical bandage, Gal.18(1).823.

German (Pape)

[Seite 73] ίδος, ἡ (ἀκή), Spitze, Stachel, oft bei Hippocr.; βέλους, Pfeilspitze, Plut. Demetr. 20; vgl. Crass. 25; καλάμων, des Schreibrohrs, Paul. Sil. 52 (VI, 66); Schiffsschnabel, Diod. Sic. 13, 99; Harpune, Opp. H. 5, 151; Pfeile des Eros, Ant. Th. 53 (Plan. 213); Archi. 1 (V, 58); πόθων, Stachel der Sehnsucht, Mel. 17 (XII, 70). Bei Sp. Mad. auch eine Binde.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίς: -ίδος, ἡ, (ἴδε ἐν λ. ἀκή Ι) = αἰχμή, ὀξὺ πρᾶγμα, Ἱππ. 554, 44, «ἀκίδα», «ἀγκίδα», ὁ αὐτ. 1153Ε: τὸ ἔμβολον νεώς, Διόδ. 13. 99. 2) τὰ ἑκατέρωθεν ὀξέα ἄκρα βέλους ἢ ἀγκίστρου, Λατ. cuspis, βέλους, Πλουτ. Δημήτρ. 20., ἀγκίστρου Ἀνθ. Π. 6. 5: ― βέλος, ἀκόντιον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 443., Μνησίμ. ἐν «Φιλίππῳ» 1, Ὀππ. Ἁλ. 5.151. 3) μεταφ., ἔρως ... ἡ φρενῶν ἀκίς, Τιμόθ. Ἄδηλα 2· πόθων ἀκίδες, τὰ κέντρα τῆς ἐπιθυμίας, Ἀνθ. Π. 12. 76: ὡσαύτως πόνοι δριμεῖς, νυγμοί, Ἀρεταῖος περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Γαλην.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 pointe de javelot;
2 harpon.
Étymologie: R. Ἀκ, être aigu.

Greek Monolingual

ἀκὶς (-ίδος), η (Α)
βλ. ακίδα.

Greek Monotonic

ἀκίς: -ίδος, ἡ (ἀκή I),
1. αιχμή, ακίδα βέλους ή γάντζος, αγκίστρι, τσιγκέλι, σε Πλούτ., Ανθ.· βέλος, ακόντιο, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., πόθων ἀκίδες, τα κεντρίσματα της επιθυμίας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίς: ίδος ἡ1) острие, наконечник (βέλους Plut.; ἀγκίστρου Anth.);
2) стрела, дротик Arph. (перен. πόθων ἀκίδες Anth.);
3) мор. нос, клюв (τῆς τριήρους Diod.).