Ἁλικαρνασσόθεν
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
French (Bailly abrégé)
adv.
d’Halicarnasse.
Étymologie: Ἁλικαρνασσός, -θεν.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): Ἁλικαρνασόθεν Luc.Dom.20
adv. desde Halicarnaso Luc.Dom.20, St.Byz.s.u. Ἁλικαρνασσός.
Greek Monotonic
Ἁλικαρνασσόθεν: επίρρ., από την Αλικαρνασσό, σε Λουκ.