ῥιζίον
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
German (Pape)
[Seite 842] τό, dim. von ῥίζα, Würzelchen; Ar. Av. 654; Antiph. bei Ath. XI, 485 b; sp. D., wie Nic. Ther. 940 Hal. 69; D. Sic. 4, 54. Die Betonung ῥίζιον ist unrichtig.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite racine.
Étymologie: ῥίζα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. ριζίο.
Greek Monotonic
ῥιζίον: τό, υποκορ. του ῥίζα, μικρή ρίζα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ῥιζίον: v. l. ῥίζιον τό корешок Arph.