ἔνερσις

From LSJ
Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνερσις Medium diacritics: ἔνερσις Low diacritics: ένερσις Capitals: ΕΝΕΡΣΙΣ
Transliteration A: énersis Transliteration B: enersis Transliteration C: enersis Beta Code: e)/nersis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἐνείρὠ

   A fitting in, fastening, ἐνέρσει χρυσῶν τεττίγων, used by old men at Athens to fasten up their hair, Th.1.6.

German (Pape)

[Seite 839] ἡ, das Hineinfügen, -stecken, Thuc. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνερσις: -εως, ἡ, (ἐνείρω), τὸ ἐνείρειν, ἐντιθέναι, ἐναρμόζειν, χρυσῶν τεττίγγων ἐνέρσει, οὓς ἐκάρφωνον εἰς τὴν κόμην των οἱ πρεσβύτεροι τῶν εὐγενῶν Ἀθηναίων πρὸς συγκράτησιν τῶν τριχῶν ἐν τῇ κορυφῇ ἐν ᾗ ἐσχημάτιζον κρώβυλον, δηλ. εἶδος πλέγματος τῶν τριχῶν λῆγον εἰς σχῆμα κώνου ἐν τῇ κορυφῇ, Θουκ. 1. 6.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enrouler, d’enlacer, d’attacher.
Étymologie: ἐνείρω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
inserción χρυσῶν τεττίγων ἐνέρσει κρωβύλον ἀναδούμενοι ciñendo la cabellera mediante la inserción de (pasadores en forma de) cigarras de oro de los atenienses, Th.1.6, cf. Agath.1.3.4, de un hilo en un astrágalo como método de cifra, Aen.Tact.31.19, βρόχου βραχέος ἐνέρσει τὰ ξύλα ... νεύειν Procop.Goth.1.21.15, cf. 2.23.37.

Greek Monolingual

ἔνερσις, η (AM) ενείρω
εναρμογή, προσαρμογή, ένθεση («ἡ τιάρα ἐνέρσει ἀνθράκων ἀπολάμπουσα τῇ λαμπρότητι», Θεοφύλ. Σιμοκ.).

Greek Monotonic

ἔνερσις: -εως, ἡ (ἐνείρω), εφαρμογή, συναρμολόγηση, στερέωση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἔνερσις: εως ἡ втыкание, вкалывание (χρυσῶν τεττίγων Thuc.).