ἀρηγοσύνη
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ,
A help, aid, AP9.788.8, Epigr.Gr.1050 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 349] ἡ, Hülfe, Beistand, Ep. ad. 375 b (App. 333) 428 (IX, 788).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρηγοσύνη: ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία, Ἀνθ. Π. 9. 788, παράρτ. 333.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
secours.
Étymologie: ἀρηγών.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
ayuda, auxilio, AP 9.788.8, epigr. en IEphesos 2043 (IV d.C.).
Greek Monotonic
ἀρηγοσύνη: ἡ, βοήθεια, συνδρομή, επικουρία, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρηγοσύνη: ἡ помощь Anth.