ἀντιτέμνω

From LSJ
Revision as of 16:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτέμνω Medium diacritics: ἀντιτέμνω Low diacritics: αντιτέμνω Capitals: ΑΝΤΙΤΕΜΝΩ
Transliteration A: antitémnō Transliteration B: antitemnō Transliteration C: antitemno Beta Code: a)ntite/mnw

English (LSJ)

   A cut against, i.e. as a remedy or antidote, φάρμακα . . ἀντιτεμὼν βροτοῖσι E.Alc.972 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτέμνω: μέλλ. ἀντιτεμῶ, τέμνω τι ἐναντίον τινός, οὐδ’ ὅσα Φοῖβος Ἀσκληπιάδαις ἔδωκε φάρμακα πολυπόνοις ἀντιτεμὼν βροτοῖσιν, τεμὼν βοτάνας ἐναντίον τῶν νόσων χάριν τῶν βροτῶν, Εὐρ. Ἄλκ. 972: πρβλ. ἀντίτομος, ἐντέμνω.

French (Bailly abrégé)

part. ao. ἀντιτεμών;
couper contre, càd couper des racines ou des plantes pour remèdes.
Étymologie: ἀντί, τέμνω.

Spanish (DGE)

1 cortar φάρμακα ... βροτοῖσιν E.Alc.971.
2 cortar, interceptar (ὁ δὲ γαλαξίας) διὰ τῶν πόλων ἀντιτεμνόμενος δίχα ὑπὸ τοῦ ὁρίζοντος Arat.Comm.131.14.

Greek Monolingual

ἀντιτέμνω (Α)
φρ. κόβω βότανα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των ασθενειών («Φοῑβος ἔδωκε φάρμακα ἀντιτεμὼν βροτοῑσι»).

Greek Monotonic

ἀντιτέμνω: μέλ. -τεμῶ, αόρ. βʹ -έτεμον· κόβω ενάντια σε, δηλ. παρέχω γιατρειά ή αντίδοτο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτέμνω: нарезать, в знач. приготовлять (φάρμακα πολυπόνοις βροτοῖσιν Eur.).