δελφύς
τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon
English (LSJ)
ύος, ἡ,
A womb, Hp.Steril.222, Arist.HA510b13, Ath.9.375a:—Dor. δελφύα, ἡ, acc. to Greg.Cor.p.344S.
German (Pape)
[Seite 544] ύος, ἡ, die Gebärmutter, Hippocr. u. Folgende.
Greek (Liddell-Scott)
δελφύς: -ύος, ἡ, ἡ μήτρα, Ἱππ. 680. 13, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 3. 1, 21· Δωρ. δελφύα, ἡ, κατὰ τὸν Γρηγ. Κορ. 344. (Ἐντεῦθεν ἀδελφός).
French (Bailly abrégé)
ύος (ἡ) :
matrice.
Étymologie: DELG terme indo-iranien désignant le « petit d’un animal ».
Greek Monolingual
δελφύς (-ύος), η (Α)
η μήτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δελφύς ανάγεται σε ιν δοευρ. gwelbh- «μήτρα, νεαρό ζώο», με αρχικό χειλοϋπερωικό φθόγγο, και συνδέεται με αβεστ. g∂r∂buš-, ουδ. με θέμα σε -ς και συνεσταλμένη βαθμίδα ρίζας. Απαντά εξάλλου και τ. δολφός
«η μήτρα» (Ησύχ.), που συνδέεται με αρχ. ινδ. garbha-, αβεστ. gar∂wa- με ετεροιωμένη βαθμίδα θέματος (βλ. και λ. αδελφός)].
Greek Monotonic
δελφύς: -ύος, ἡ, μήτρα, σε Αριστ. (αμφίβ. προέλ., από όπου ἀ-δελφός).
Russian (Dvoretsky)
δελφύς: ύος ἡ (= ὑστέρα) анат. матка Arst.
Frisk Etymological English
-ύος
Grammatical information: f.
Meaning: womb (Hp.).
Other forms: Dor. δελφύα f. (Greg. Cor.; after μήτρα?)
Derivatives: Also δολφός ἡ μήτρα H.
Origin: IE [Indo-European] [473] *gʷelbʰu- womb
Etymology: Beside the feminine word for womb there is with zero grade the neuter Av. gǝrǝbuš- young animal; so for δελφύς too an s-stem may be considered (Schwyzer 516). With δολφός agrees (unless from *δελφός, cf. secondary Δολφοί) Skt. gárbha-, Av. garǝβa- m. womb. The Greek form with labiovelar (*guelbʰ-u-, *guolbʰ-o-) does not agree to one of the Germanic forms, OHG kilbur n. mother-lamb, OHG kalb Kalb etc., which like Lat. vulva and galba have to remain apart. - Unclear ἀδελιφήρ ἀδελφός. Λάκωνες H. (with secondary anaptyctical ι s. Schwyzer 278).