δομή

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δομή Medium diacritics: δομή Low diacritics: δομή Capitals: ΔΟΜΗ
Transliteration A: domḗ Transliteration B: domē Transliteration C: domi Beta Code: domh/

English (LSJ)

ἡ, (δέμω)

   A building, dub. l. in J.AJ15.11.3, cf. Hsch.    II Alex. word for δέμας, A.R.3.1395, Nic.Th.153, Lyc.334,597,783.

German (Pape)

[Seite 655] ἡ, 1) der Bau, das Gebäude, VLL. – 2) = δέμας, Ap. Rh. 3, 1395 u. a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

δομή: ἡ, (δέμω) οἰκοδόμημα, Ἡσύχ. ΙΙ. = δέμας, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1395, Λυκόφρ. 334, 597, 783.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
construction ; p. anal. charpente du corps, corps.
Étymologie: R. Δεμ, construire ; cf. δέμας.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 constitución fís., tamaño, cuerpo κήτεσσι δομὴν ἀτάλαντοι ἰδέσθαι por su tamaño parecen monstruos marinos A.R.3.1395, ὅταν ... ἀλλάξῃς δομήν Lyc.334, σμώδιγγα προσμάσσων δομῇ Lyc.783, cf. 597, κόχλοισι δομὴν ἰνδάλλεται se parece en el cuerpo a los caracoles Nic.Th.153, cf. 259, Hsch.
2 construcción, edificación Hsch.
3 δ.· τρόπων κατασκευή Hsch.

Greek Monolingual

η (AM δομή)
1. χτίσιμο, οικοδόμηση
2. οικοδόμημα
νεοελλ.
κατασκευή, τρόπος κατασκευής, σύνθεση
αρχ.
δέμας, σώμα.

Greek Monotonic

δομή: ἡ (δέμω), κτίριο, οικοδόμημα.