ἐνδεῶς
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une manière insuffisante ; ἐνδεεστέρως ἤ THC moins que ; ἐνδεῶς ἔχειν τινός PLUT manquer de qch;
Cp. ἐνδεεστέρως.
Étymologie: ἐνδεής.
Greek Monotonic
ἐνδεῶς: επίρρ. του ἐνδεής, βλ. αυτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδεῶς: недостаточно (γνῶναί τι Thuc.): ἐνδεεστέρως ἢ προσῆκεν Dem. меньше, чем следовало; ἐ. ἔχειν τινός Eur., Plut. ощущать недостаток в чем-л.; ἐ. πράττειν τοῖς ἰδίοις Plut. нуждаться, бедствовать.