ἐπιθετικός
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
ή, όν,
A ready to attack, θηρίοις X.Mem.4.1.3; enterprising, στρατηγός ib.3.1.6, Str.3.4.5; ἐπιθετικώτατον περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist.Pol. 1315a11: -κόν, τό, enterprise, Corn.ND21. 2. = ἐπιθέτης 1, Ptol. Tetr.165. II. added: τὸ ἐ. the adjective, A.D.Synt.81.17 (pl.); ἐ. σύνταξις, προσηγορίαι, ib.18.7, D.S.4.5. Adv. -κῶς Corn.ND35, Sch. Il.13.29: Comp. -ώτερον A.D.Synt.81.15.
German (Pape)
[Seite 942] ή, όν, gern angreifend, unternehmend; στρατηγός Xen. Mem. 3, 1, 6; von Hunden, ἐπιθ. τοῖς θηρίοις 4, 1, 3; ἐπιθετικώτατον γὰρ τοιοῦτον ἦθος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arist. polit. 5, 11; auch der leicht Etwas anfängt, im Ggstz des τελεστικός, id. Physiogn. 6 (813, 9); betrügerisch, hinterlistig; – hinzugesetzt, τὸ ἐπιθετικόν, das Adjectivum, Gramm. – Adv. ἐπιθετικῶς, zugesetzt, Schol. Il. 13, 29 u. sonst.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui met volontiers la main à, entreprenant, hardi : τινι contre qqn.
Étymologie: ἐπιτίθημι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθετικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την τάση να επιτίθεται («επιθετική συμπεριφορά», «τὸν στρατηγὸν εἶναι χρὴ ἐπιθετικόν», Στράβ.)
2. γραμμ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε επίθετο, που έχει την ιδιότητα ή τη θέση επιθέτου («επιθετικός προσδιορισμός»)
νεοελλ.
1. (για ενέργεια) αυτός που έχει χαρακτήρα επιθέσεως («επιθετική κίνηση»)
2. αυτός που εκδηλώνεται με επίθεση («επιθετικός πόλεμος»)
3. (για πολεμικά όργανα) αυτός που χρησιμεύει για επίθεση («επιθετικά όπλα»)
αρχ.
1. τολμηρός, επιχειρηματικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθετικόν
α) επιχείρηση
β) επίθετο.
Greek Monotonic
ἐπιθετικός: -ή, -όν (ἐπιτίθεμαι), έτοιμος προς επίθεση, θηρίοις, σε Ξεν.· επιχειρηματικός, τολμηρός, θαρραλέος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθετικός: 1) всегда готовый к нападению, рьяный (ὁ κύων ἐ. τοῖς θηρίοις Xen.);
2) предприимчивый, деятельный (στρατηγός Xen.; ἐπιθετικώτατος περὶ πάσας τὰς πράξεις Arst.).