ἑτερόγλωσσος

From LSJ
Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγλωσσος Medium diacritics: ἑτερόγλωσσος Low diacritics: ετερόγλωσσος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: heteróglōssos Transliteration B: heteroglōssos Transliteration C: eteroglossos Beta Code: e(tero/glwssos

English (LSJ)

Att. ἑτερόγλωττος, ον,

   A of other (i.e. foreign) tongue, Plb.23.13.2, Str.8.1.2; ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν by men of foreign tongue, 1 Ep.Cor.14.21, cf. Onos.26.2, Aq.Is.33.19.    2 of diverse tongues, ζῷα Ph.1.406.

German (Pape)

[Seite 1048] der eine andere Sprache redet, Ggstz ὁμόγλωσσος, Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ λαλῶν ἑτέραν, δηλ. ξένην γλῶσσαν, ξενόγλωσσος, Πολύβ. 24. 9, 5, Στράβ. 333· ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, δι’ ἑτερογλώσσων καὶ διὰ ξένων χειλέων θὰ λαλήσω πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. κ. ιδ΄, 21. ― Ἐπίρρ. -ώσσως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. σ. 234· ― ἀντίθετ. τῷ ὁμόγλωσσος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle une autre langue.
Étymologie: ἕτερος, γλῶσσα.

English (Strong)

from ἕτερος and γλῶσσα; other- tongued, i.e. a foreigner: man of other tongue.

English (Thayer)

ἑτερογλωσσου, ὁ (ἕτερος and γλῶσσα), one who speaks (another i. e.) a foreign tongue (opposed to ὁμόγλωσσος): Aq.; Polybius 24,9, 5; Strabo 8, p. 333; (Philo, confus. lingg. § 3; others); but differently in γλῶσσα, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἑτερόγλωσσος, -ον και αττ. τύπος ἑτερόγλωττος, -ον)
αυτός που μιλά άλλη γλώσσα, ο ξενόγλωσσος, ο αλλόγλωσσος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε διαφορετικές γλώσσες.
επίρρ...
ἑτερογλώσσως
σε ξένη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. αμφί-γλωσσος, εύ-γλωσσος].

Greek Monotonic

ἑτερόγλωσσος: Αττ. -ττος, -ον (γλῶσσα), ξενόγλωσσος, ἐν ἑτεγλώσσοις, μέσω ετερόγλωσσων και αλλογλώσσων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἑτερόγλωσσος: атт. ἐτερόγλωττος 2 говорящий на чужом языке, иноязычный Polyb.: ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν τινι NT говорить с кем-л. на других языках.