εὔποτμος

From LSJ
Revision as of 07:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔποτμος Medium diacritics: εὔποτμος Low diacritics: εύποτμος Capitals: ΕΥΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: eúpotmos Transliteration B: eupotmos Transliteration C: eypotmos Beta Code: eu)/potmos

English (LSJ)

ον,

   A happy, prosperous, αἰών A.Ag.246 (lyr.); δύνασις -οτάτα μελέων S. Fr.568, cf. Plu.2.58d (Comp.); of trees, flourishing, Sever. ap. Orib. 9.17.2 (Comp.). Adv. -μως Epist.Anaximen. ap. D.L.2.4, Muson. Fr.17p.93H.

German (Pape)

[Seite 1090] mit glücklichem Loose, glücklich, αἰών Aesch. Ag. 237; superl., Soph. frg. 146; in Prosa nur Plut., εὐποτμότερος de adul. et am. discr. 23. – Adv. εὐπότμως, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

εὔποτμος: -ον, εὐτυχής, αἰών Αἰσχύλ. Ἀγ. 245· εὐποτμότατε Σοφ. Ἀποσπ. 146, πρβλ. Πλούτ. 2. 58D. - Ἐππίρρ. εὐπότμως, εὐτυχῶς, Μουσώνιος 176, Σουΐδ., Ἡσύχ., Φώτ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
heureux;
Cp. εὐποτμότερος.
Étymologie: εὖ, πότμος.

Greek Monolingual

εὔποτμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή τύχη, καλή μοίρα, ο ευτυχής
2. (για δέντρα) θαλερός, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πότμος.

Greek Monotonic

εὔποτμος: -ον, ευτυχισμένος, επιτυχημένος, ευημερών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὔποτμος: счастливый, блаженный (αἰών Aesch.; διά τι Plut.).