ἐριβρεμής

Revision as of 20:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ές,

   A = ἐρίβρομος, τρίπους ib.344.

German (Pape)

[Seite 1028] ές, dasselbe, Ep. ad. (VI, 344).

Greek (Liddell-Scott)

ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, Ἀνθ. Π. 6. 344.

Greek Monolingual

ἐριβρεμής, -ές (Α)
βλ. ερίβρομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -βρεμής (< βρέμω)].

Greek Monotonic

ἐριβρεμής: -ές, = ἐρίβρομος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐριβρεμής: Anth. = ἐριβρεμέτης.