ἐχθρός
English (LSJ)
ά, όν, (ἔχθος)
A hated, hateful, of persons and things, freq. from Hom. downwds. (Hom. has it only in this pass. sense); ἐ. γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσι Od.14.156, Il.9.312; ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν c.inf., 'tis hateful to me to... Od.12.452; θεοῖσιν ἐ. Hes.Th. 766, Thgn.601, Ar.Eq.34; ὁ θεοῖσιν ἐ. Pl.Com.74, etc.; cf. θεοισεχθρός. II Act., hating, hostile, first in Hes. and Pi. (v. infr. 111), τινι D.10.11, X.Ages.6.1, etc.: c. gen., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδόν averse from insolence, Pi.O.7.90: abs., ἐ. γλῶσσα A.Ch.309 (anap.); ὀργαί Id.Eu.937 (anap.), etc.; ἀστέρες Vett.Val.143.5. III as Subst., ἐχθρός, ὁ, enemy, where the act. and pass. senses freq. coincide, Hes.Op.342, Pi.P.2.84, etc.; ἀνὴρ ἐ. Hdt.1.92; ὁ Διὸς ἐ. A.Pr.120 (anap.); ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Id.Ag.1374; εἴ . . τινα ἴδοι ἐχθρὸν ἑαυτοῦ Th.4.47; οἱ ἐμοὶ ἐ. Id.6.89, etc.—Acc. to Ammon.Diff.p.63 V., ἐχθρός is one who has been φίλος, but is alienated; πολέμιος one who is at war; δυσμενής one who has long been alienated and refuses to be reconciled. IV regul. Comp. ἐχθρότερος D.Prooem.40.3, AP5.160 (Hedyl. or Asclep.); Sup. -ότατος Pi.N.1.65, S.OT1346 (lyr.), D.19.300: but more freq. irreg. ἐχθίων, ἔχθιστος (qq.v.). V Adv. ἐχθρῶς, μισοῦντες Pl.Lg.697d, etc.: Comp. -οτέρως D.5.18: Sup. -ότατα Id.23.149.
German (Pape)
[Seite 1125] (vgl. ἔχθω, ἔχθος), verhaßt, verfeindet, zuwider, von Personen u. Sachen, ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀίδαο πύλῃσιν Il. 9, 312, ἐχθρὰ δέ μοι τοῦ δῶρα ibd. 378, ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν – μυθολογεύειν Od. 12, 452; λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία Pind. Ol. 9, 41; ἐχθρος θεοῖσιν Ar. Nub. 581; Folgde. – Plat. θεοῖς ἐχθρὸς ὁ ἄδικος, Rep. I, 352 b; auch im milderen Sinne, unangenehm. – Feindselig gesinnt, feindlich, Tragg. u. Prosa, Ggstz von φίλος, φίλον τέως, νῦν δ' ἐχθρὸν ὡς φαίνει κακόν Aesch. Ch. 987 (wie Ammon. ἐχθρός erkl. ὁ πρότερον φίλος, δυσμενής aber ὁ χρόνιον πρὸς τόν ποτε φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ δυσδιαλλάκτως ἔχων; über den Unterschied von πολέμιος s. dieses); ἐρίζουσι δὲ οἱ διάφοροι καὶ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat. Prot. 327 b, ἦν τῷ Ἄγιδι ἐχθρός Thuc. 8, 45; auch c. gen., Pind. Ol. 7, 90, wie. Xen. Cyn. 13, 12; ἑαυτοῦ Thuc. 4, 47; ὁ ἐχθρός, der Feind, ὁ Διὸς ἐχθρός Aesch. Prom. 120; Folgde. – Adv. ἐχθρῶς, feindselig, μισεῖν Plat. Legg. III, 679 d; Xen. u. Folgde. – Comparat. ἐχθίων u. superlat. ἔχθιστος s. oben. – Die regelmäßige Form ἐχθρότερος Sinmonds. 58 (V, 161) Antip. Th. 49 (VII, 640) u. öfter in der Anth., auch Dem. prooem. 40, der auch im adv. ἐχθροτέρως σ χήσειν.sagt, 5, 18; ἐχθρότατος Pind. N. 1, 64 (aber Ol. 8, 69 ἔχθιστος); θεοῖς ἐχθρότατον βροτῶν Soph. O. R. 1346; Plat. epigr. 8 (VI, 43), u. öfter in der Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρός: -ά, -όν, (ἔχθος) μισητός, μεμισημένος, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, συχνὸν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου καὶ ἐφεξῆς. (Ὁ Ὅμ. ἔχει τὴν λέξιν μόνον ἐπὶ ταύτης τῆς Παθ. σημασίας)· ἐχθρός γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν Ἰλ. Ι. 312, πρβλ. 378, Ὀδ. Ξ. 156· ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν, μετ’ ἀπαρ., εἶναι μισητὸν εἰς ἐμὲ νὰ..., Μ. 452· θεοῖσιν ἐχθρὸς Ἡσ. Θ. 766, Θέογν. 601, Ἀριστοφ. Ἱππ. 34· ὁ γὰρ θεοῖσιν ἐχθρὸς αὐτὰ κατέφαγεν Πλάτ. Κωμ. ἐν «Μενέλεῳ» 1, κτλ. ΙΙ. ἐνεργ., μισῶν, ἔχων ἔχθραν πρός τινα, τινι Θουκ. 8. 45, Ξεν. Ἀγησ. 6. 1, κλ.: μετὰ γεν., ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν Πινδ. Ο. 7. 165: ἀπολ., ἐχθρὰ γλῶσσα Αἰσχύλ. Χο. 309· ὀργαὶ Εὐμ. 987, κτλ. ΙΙΙ. πολλάκις ὡς οὐσιαστ., ἐχθρός, ὁ, ἔνθα αἱ δύο ἔννοιαι ἥ τε ἐνεργ. καὶ ἡ παθ. συμπίπτουσιν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 340, Πίνδ., Τραγ., κλ.· ἀνὴρ ἐχθρὸς Ἡρόδ. 1. 92· ὁ Διὸς ἐχθρὸς Αἰσχύλ. Πρ. 120· ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνων Ἀγ. 1374· εἰ... τινα ἴδοι ἐχθρὸν ἑαυτοῦ Θουκ. 4. 47· οἱ ἐμοὶ ἐχθροὶ ὁ αὐτ. σ. 89, κτλ. ― Κατὰ τὸν Ἀμμώνιον: «ἐχθρὸς πολεμίου καὶ δυσμενοῦς διαφέρει. ἐχθρὸς μὲν γὰρ ὁ πρότερον φίλος· πολέμιος δὲ ὁ μεθ’ ὅπλων χωρῶν πέλας· δυσμενὴς δὲ ὁ χρόνιον πρὸς τὸν ποτὲ φίλον τὸ μῖσος διατηρῶν καὶ ἀδιαλλάκτως ἔχων»· πρβλ. Πολυδ. Α΄, 150. IV. πλὴν τῶν ὁμαλῶν Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. ἐχθρότερος, -τατος (Πινδ. Ν. 1. 98, Σοφ. Ο. Τ. 1346), οἱ ἀνώμαλοι τύποι ἐχθίων, ἔχθιστος (οὓς ἴδε) ἦσαν ἐν κοινῇ χρήσει. V. Ἐπίρρ. ἐχθρῶς, Πλάτ. Νόμ. 697D, κλ. - Συγκρ. ἐχθροτέρως, Δημ. 61. 26.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 haï, détesté : τινι, odieux à qqn ; ἐχθρὸν δὲ μοί ἐστιν avec l’inf. OD c’est pour moi une chose odieuse de, etc.
2 qui hait, ennemi de, dat. ou gén. ; ὁ ἐχθρός ATT l’ennemi de qqn;
Cp. ἐχθρότερος, Sp. ἐχθρότατος ; plus us. ἐχθίων, Sp. ἔχθιστος, rar. ἐχθίστατος.
Étymologie: ἔχθος.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἐχθρός (-ός, -όν, -ῶν, -οῖσι; -ά, -ᾷ, -άν; -ά acc.: -ότατον m. acc.)
1 adj.
a act., hostile τις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ (O. 2.59) στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance : cf. φίλον (P. 3.5) ) (O. 7.90)
b pass., hated, hateful ἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία (O. 9.38) ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις (P. 1.96) καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) (N. 1.65) ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι (N. 8.32) ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.
2 subs., foe, adversary ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι (P. 2.84) κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι (P. 8.86) κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν (P. 9.95) χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν (I. 4.48) εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει (Pae. 2.32) ]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.
3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent (Pae. 2.54)
English (Strong)
from a primary echtho (to hate); hateful (passively, odious, or actively, hostile); usually as a noun, an adversary (especially Satan): enemy, foe.
English (Thayer)
ἔχθρα, ἐχθρόν (ἔχθος hatred); the Sept. numberless times for אויֵב, also for צַר, several times for שׂונֵא and מְשַׂנֵּא, a hater;
1. passively, hated, odious, hateful (in Homer only in this sense): ἀγαπητός).
2. actively, hostile, hating and opposing another: ἐχθρός here (as in τῇ διάνοια, opposing (God) in the mind, ἐχθρός ἄνθρωπος, a man that is hostile, a certain enemy, ὁ ἐχθρός, the hostile one (well known to you), i. e. κατ' ἐξοχήν the devil, the most bitter enemy of the divine government: ὁ ἐχθρός (and ἐχθρός) substantively, enemy (so the word, whether adjective or a substantive, is translated in A. V., except twice (R. V. once) foe: ἔσχατος ἐχθρός, Luke 1:(L brackets; others omit the genitive (see above)); τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, who given up to their evil passions evade the obligations imposed upon them by the death of Christ, Philippians 3:18.
Greek Monolingual
-ά, -ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, -ά, -όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός)
1. αυτός εναντίον του οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο εχθρός, η εχθρά
α) (αντίθ. του φίλος) αντίθετος, αντίπαλος (α. «ἐχθροῑς ἔχθρα πορσύνων», Αισχύλ.
β. «ο εχθρός του κράτους»)
β. πολέμιος, αντίπαλος στον πόλεμο (α. «τρέψοι εἰς ἐχθροὺς βέλος», Αισχύλ.
β. «θαρρώντας πως εχτύπησαν εχθρό», Σολωμ.)
μσν.
ο διάβολος («νικώντας τον εχθρόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
αυτός που έχει εχθρική διάθεση προς κάποιον, ο εχθρικά διακείμενος («κακόνους μέν ἐστι καὶ ἐχθρὸς ὅλη τῇ πόλει», Δημοσθ.).
επίρρ...
ἐχθρῶς (Α)
κατά εχθρικό τρόπο, με εχθρότητα, με μίσος, με αποστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σχέση του εχθρός με τον συγγενή τ. έχθος. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το εχθρός, (θ. εχθ- + επίθημα -ρο-ς), από τον οποίο παρήχθησαν τα παραθετικά εχθίων, έχθιστος και το ουδέτερο σιγμόληκτο όνομα έχθος, όπως ακριβώς στα κυδρός > κυδίων, κύδιστος, κύδος. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει αντιστοιχία με το λατ. επίρρ. ext-ra «εκτός» και παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη με το λατ. hostis. Η αρχική σημασία είναι «ξένος», «ο εκτός της κοινωνικής ομάδας άνθρωπος», η οποία εξελίσσεται στη σημασία «αντίπαλος», «μισητός». Αντίστοιχο επίρρ. εχθός «εκτός» υπάρχει στην Αρχ. Ελλ., η σχέση του όμως με τα εχθρός, έχθος είναι επίσης αβέβαιη. ΠΑΡ.: έχθρα, εχθραίνω, εχθρεύω, εχθρικός
αρχ.
εχθαίρω, εχθοδοπός, έχθομαι, εχθρώδης, εχθρώς
αρχ.-μσν.
εχθρία
μσν.
έχθριος
νεοελλ.
εχθρότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εχθόσδικος, εχθροδαίμων, εχθροειδώς, εχθρολέων, εχθρόξενος, εχθροποιώ
μσν.
εχθρελέγκτης, εχθρόθεος, εχθρόκοσμος, εχθρόφρων
μσν.- νεοελλ.
εχθρολέτης
νεοελλ.
εχθροπάθεια, εχθροπραξία
(Β' συνθετικό) αρχ. εθέλεχθρος, φίλεχθρος.
Greek Monotonic
ἐχθρός: -ά, -όν (ἔχθος),
I. μισητός, απεχθής, αντιπαθητικός, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐχθρόν μοί ἐστιν, με απαρ., είναι μισητό σε εμένα να..., σε Ομήρ. Ιλ.
II. Ενεργ., αυτός που έχει έχθρα με, τινι, σε Θουκ. κ.λπ.
III. ως ουσ., ἐχθρός, ὁ, πολέμιος, αντίπαλος, σε Ησίοδ. κ.λπ.· ὁ Διὸς ἐχθρός, σε Αισχύλ.· οἱ ἐμοὶ ἐχθροί, σε Θουκ.
IV. ομαλ. συγκρ. και υπερθ., ἐχθρότερος, -τατος, σπάνιοι· ανώμ. ἐχθίων, ἔχθιστος συνηθέστερα.
V. επίρρ., ἐχθρῶς, σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. ἐχθροτέρως, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρός: (compar. ἐχθίων и ἐχθρότερος, superl. ἔχθιστος и ἐχθίστατος, поэт. тж. ἐχθρότατος Pind., Soph., Anth.)
1) внушающий ненависть, ненавистный (δῶρά τινος Hom.; θεοῖσιν Hes., Arph.): ἐχθρόν μοί ἐστιν αὖτις εἰρημένα μυθολογεύειν Hom. я не люблю вновь пересказывать рассказанное;
2) ненавидящий, враждебный, неприязненный (γλῶσσα, ὀργαί Aesch.): ἦν τῷ Ἄγιδι ἐ. Thuc. (Алкивиад) враждебно относился к Агиду.
II ὁ враг, ненавистник (τινος Pind., Aesch., Thuc., Xen., Dem. и τινι Thuc., Xen.): ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνειν Aesch. с врагами обойтись по-вражески.