ἰσάγγελος

From LSJ
Revision as of 22:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάγγελος Medium diacritics: ἰσάγγελος Low diacritics: ισάγγελος Capitals: ΙΣΑΓΓΕΛΟΣ
Transliteration A: isángelos Transliteration B: isangelos Transliteration C: isaggelos Beta Code: i)sa/ggelos

English (LSJ)

ον,

   A like an angel, Ev.Luc.20.36, Hierocl.in CA4p.425M.

German (Pape)

[Seite 1262] engelgleich, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάγγελος: -ον, = ἴσος ἀγγέλοις, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κ΄, 36· ἀγγελικός, Κλήμ. Ἀλ. σ. 120. - Ἐπίρρ. -λως, ἀγγελικῶς, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal aux anges.
Étymologie: ἴσος, ἄγγελος.

English (Strong)

from ἴσος and ἄγγελος; like an angel, i.e. angelic: equal unto the angels.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰσάγγελος, -ον)
ίσος, όμοιος με τους αγγέλους («ἰσάγγελοι γάρ εἰσι καὶ υἱοί εἰσι τοῡ Θεοῡ», ΚΔ).
επίρρ...
ἰσαγγέλως (Μ)
σαν άγγελος, ομοια με άγγελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ἄγγελος.

Greek Monotonic

ἰσάγγελος: -ον, όμοιος, ίσος με άγγελο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἰσάγγελος: равный ангелам NT.