σανδαλίσκος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ὁ, Dim. of σάνδαλον, Ar.Ra. 406 (s.v.l., τὸ -κον Blass):—also σαμβᾰλίσκος, ὁ, heterocl. pl. -ίσκα, Hippon.18.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, dim. von σάνδαλον, Ar. Ran. 405.
Greek (Liddell-Scott)
σανδᾰλίσκος: ὁ, ὑποκοριστ. τοῦ σάνδαλον, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· πρβλ. σαμβαλ-.
Greek Monolingual
ὁ, και αιολ. τ. σαμβαλίσκος και ετερόκλιτος τ. πληθ. σανδαλίσκα, Α
υποκορ. μικρό σάνδαλο, μικρό σανδάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον / σάμβαλον + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
σανδᾰλίσκος: ὁ, υποκορ. του σάνδαλον, σε Αριστοφ.