συσκεδάννυμι

Revision as of 09:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.

French (Bailly abrégé)

dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].

Greek Monotonic

συσκεδάννῡμι: μέλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω από κοινού, ρίχνω σκορπώντας εδώ κι εκεί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

συσκεδάννῡμι: досл. рассеивать, перен. разбивать в пух и прах (ἀλινδήθρας ἐπῶν Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσκεδάννῡμι [σύν, σκεδάννυμι] geheel verstrooien. Aristoph. Ran. 903.