ταρβόσυνος
English (LSJ)
η, ον,
A affrighted or affrighting, φόβος A.Th. 240 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.
Greek (Liddell-Scott)
ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.
Greek Monolingual
-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].
Greek Monotonic
ταρβόσυνος: -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ταρβόσῠνος: устрашенный, охваченный страхом: τ. φόβος Aesch. паническое бегство.