κηρυκικός

From LSJ
Revision as of 07:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρυκικός Medium diacritics: κηρυκικός Low diacritics: κηρυκικός Capitals: ΚΗΡΥΚΙΚΟΣ
Transliteration A: kērykikós Transliteration B: kērykikos Transliteration C: kirykikos Beta Code: khrukiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of heralds, φῦλον, ἔθνος, Pl.Plt.260d, 290b: ἡ κηρυκική (sc. τέχνη) ib.260e.

German (Pape)

[Seite 1434] den Herold betreffend, des Herolds; φῦλον Plat. Polit. 260 d; γένος Poll. 7, 209; ἡ κηρυκική, das Heroldsamt, Plat. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

κηρυκικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς κήρυκας, ὁ τῶν κηρύκων, φῦλον, ἔθνος Πλάτ. Πολιτικ. 260D, 290Β· ἡ κηρυκικὴ (δηλ. τέχνη) αὐτόθι 260Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de héraut, de crieur public ; ἡ κηρυκική (τέχνη) charge de héraut.
Étymologie: κῆρυξ.

Greek Monolingual

κηρυκικός, -ή, -όν (Α) κήρυξ
1. αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκική
η τέχνη του κήρυκα («κελευστικῆ, κηρυκικῇ καὶ πολλαῑς ἑτέραις τούτων τέχναις συγγενέσιν», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κηρῡκικός: -ή, -όν (κῆρυξ), αυτός που χαρακτηρίζει τον κήρυκα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κηρῡκικός: глашатайский: τὸ κηρυκικὸν φῦλον или ἔθνος Plat. глашатаи.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρυκικός -ή -όν [κῆρυξ] herauten-, van een heraut; subst. ἡ κηρυκική ( sc. τέχνη) beroep van heraut.