λεοντόβοτος

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό-βοτος, ιππό-βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].