παλινστομέω

Revision as of 07:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A = δυσφημέω, speak words of ill omen, A.Th.258.

German (Pape)

[Seite 450] wieder reden, wie παλιλλογέω, Aesch. Spt. 240.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινστομέω: δυσφημέω, λέγω λόγους δυσοιώνους, Αἰσχύλ. Θήβ. 258.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
parler de nouveau.
Étymologie: πάλιν, στόμα.

Greek Monotonic

πᾰλινστομέω: ξεστομίζω κακά προμαντεύματα, ανακοινώνω άσχημους οιωνούς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινστομέω: опять говорить или говорить наперекор, сулить недоброе Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλινστομέω [πάλιν, στόμα] onheilspellende woorden spreken.