πεποίθησις
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
εως, ἡ,
A trust, confidence, boldness, LXX 4 Ki.18.19, Phld.Lib. p.22 O., Ph.2.444, Ep.Eph.3.12, Philum.Ven.2.4 ; π. ἐπὶ τῇ δυνάμει J.AJ1.3.1 ; ἡ ἀπὸ τοῦ θεοῦ π. ib.10.1.4 : in pl., Babr.43.19.
German (Pape)
[Seite 560] ἡ, Vertrauen, Zuversicht, N. T. u. a. Sp.; s. Lob. Phryn. 295; Babr. 43, 19 im plur.
Greek (Liddell-Scott)
πεποίθησις: ἡ, ἐμπιστοσύνη, θάρρος, Ἑβδ. (Γένεσ. ΛΔ΄, 25, κ. ἀλλ.), Φίλων 2. 444, Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. γ΄, 12, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 3, 1· ἐν τῷ πληθ., Βάβρ. 43. 19· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 295· ὡσαύτως πεποίθια, ἡ, «πεποιθίαν· ἐλπίδα, προσδοκίαν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
confiance, assurance.
Étymologie: πέποιθα.
English (Strong)
from the perfect of the alternate of πάσχω; reliance: confidence, trust.
English (Thayer)
πεποιθησεως, ἡ (πείθω, 2perfect πέποιθα), trust, confidence (R. V.), reliance: εἰς τινα, ἐν τίνι, Philo de nobilit. § 7; Josephus, Antiquities 1,3, 1; 3,2, 2; 10,1, 4; (11,7, 1; Clement of Rome, 1 Corinthians 2,3 [ET]); Zosimus (490 A.D.>), Sextus Empiricus, others; the Sept. once for בִּטָּחון, Lob. ad Phryn., p. 295.
Greek Monotonic
πεποίθησις: ἡ, πίστη, εμπιστοσύνη, πεποίθηση, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
πεποίθησις: εως ἡ тж. pl.
1) доверие, тж. уверенность Babr.;
2) упование NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεποίθησις -εως, ἡ vertrouwen.