περιπόθητος
English (LSJ)
ον,
A much-beloved, J.AJ16.11.8, Luc.Tim.12, DMort. 9.2, Chor.Proc.8: Comp., App.BC3.4; π. ταλαιπώρημα Secund. Sent.9.
German (Pape)
[Seite 588] sehr erwünscht, sehr ersehnt od. geliebt, Sp., wie Luc. Tim. 12; compar., App. B. C. 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
περιπόθητος: -ον, ὡς καὶ νῦν, λίαν ποθητός, Λουκ. Τίμ. 12, Νεκρ. Διάλ. 9. 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très désiré ou très désirable.
Étymologie: περί, ποθέω.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιπόθητος, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ποθητός, πολυπόθητος, προσφιλέστατος («βλέπει τα περιπόθητα βουνά... της γλυκεράς πατρίδας», Κάλβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ποθητός (< ποθῶ)].
Greek Monotonic
περιπόθητος: -ον, υπερβολικά ποθητός, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπόθητος -ον [περί, ποθέω] zeer begeerd, zeer geliefd.
Russian (Dvoretsky)
περιπόθητος: весьма желанный (τινι Luc.).