Πινδάρειος

Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον,

   A of Pindar, ἔπος Ar.Av.939 (lyr.):—also Πινδᾰρικός, ή, όν, Plu.2.602f; σχῆμα Π. Eust.1110.52. Adv. -κῶς Id.21.14.

Greek (Liddell-Scott)

Πινδάρειος: -α, -ον, ὁ εἰς τὸν Πίνδαρον ἀνήκων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 939· ― ὡσαύτως Πινδαρικός, ή, όν, Πλούτ. 2. 603Ε· Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 21. 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de Pindare.
Étymologie: Πίνδαρος.

Greek Monotonic

Πινδάρειος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στον Πίνδαρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Πινδάρειος: (ᾰ) пиндаров(ский) Arph.