ποδώκεια

From LSJ
Revision as of 08:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδώκεια Medium diacritics: ποδώκεια Low diacritics: ποδώκεια Capitals: ΠΟΔΩΚΕΙΑ
Transliteration A: podṓkeia Transliteration B: podōkeia Transliteration C: podokeia Beta Code: podw/keia

English (LSJ)

ἡ,

   A swiftness of foot, Il.2.792 (pl.), E.IT33, Plu.Rom.25:—written ποδωκία in A.Eu.37, X.Cyn.5.27 (v.l. -εία), Hld.8.16; ποδωκίην [ῐ] Anacreont. 24.3.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Fußschnelle, Schnelligkeit der Füße; im plur., ποδωκείῃσι πεποιθώς, Il. 2, 792; Eur. I. T. 33; auch Plut. Rom. 25; Lob. Phryn. p. 538.

Greek (Liddell-Scott)

ποδώκεια: ἡ, ἡ τῶν ποδῶν ταχύτης, Ἰλ. Β. 792 (ἐν τῷ πληθ.), Εὐρ. Ι. Τ. 33· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 538· ― ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἐνίοτε φέρεται ποδωκία, ὡς ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 37, Ξεν. Κυν. 5. 27, ― πιθ. ἐσφαλμένως.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vitesse des pieds, agilité.
Étymologie: ποδώκης.

English (Autenrieth)

swiftness of foot, pl., Il. 2.792†.

Greek Monolingual

και ποδωκία, ἡ, Α ποδώκης
η ιδιότητα του ποδώκους, η ταχύτητα τών ποδιών.

Greek Monotonic

ποδώκεια: ἡ, ταχύτητα ποδιών, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ποδώκεια: ἡ тж. pl. быстроногость Hom., Aesch., Eur., Xen., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδώκεια en ποδωκία -ας, ἡ [~ ποδωκία] snelheid van voeten.