ἀλέα
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
(A), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι)
A avoiding, escape, ἐγγύθι μοι θάνατος . . οὐδ' ἀλέη Il.22.301 (not in Od.); οὐκ ἔστιν ἀ. οὐδὲ σκέπη Hp.Aër.19: c.gen., shelter from athing, ὑετοῦ Hes. Op.545.—Ep.and Ion. word. ἀλέα (B), [ᾰλ], Ion. ἀλέη, ἡ, contr. ἀλῆ Androm. ap. Gal.14.33, cj. in Babr.18.11 :—warmth, heat, of fire, Od.17.23 (not in Il.), Jul.Mis.341c; generally, warmth, or warm spot, ἐν ἀλέῃ γενέσθαι Hp.VM16, cf. Diocl.Fr.141; ἐσενεγκὼν ἐς ἀ. Hp.Aër.8; χρέεσθαι περιπάτοις ἐν ἀ. Id.Vict.3.68; ἐν ἀ. κατακείμενος Ar.Ec.541; ἀλέας καὶ ψύχους in heat and cold, Pl.Erx.401d, cf. Arist.EN1148a8; πνῖγος καὶ ἀ. Id.Metaph.1026b34; ἐν ταῖς ἀ. in the hot season, Id.Pr.939b9: later, animal, bodily heat, Plu.2.131d, Ael.NA3.20, Aristid.Or.48 (24).22; generally, source of warmth, τὸ ἔριον ἡμῖν κόσμος καὶ ἀ. Porph.Abst.1.21, etc.: in pl., fomentations, Alex. Trall.Febr.3.
German (Pape)
[Seite 91] ἡ (att. ἁλέα, vgl. εἵλη, ἥλιος), Sonnenwärme, Hom. cinmal, Od. 17, 23; Ar. Eccl. 541; übh. Wärme, Ggstz ψῦχος, Plat. Eryx. 401 d; Plut. de prim. frig. 4. ἡ, das Vermeiden, Hom. einmal, ll. 22, 801; ὑετοῦ ἀλἐη, Schutz gegen den Regen, Hes. O. 543.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέα: [ᾰλ], (Α), Ἰων. ἀλέη, ἡ, (ἄλη, ἀλέομαι) ἄλυξις, διαφυγή, ἀπόδρασις, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ’ ἀλέη, Ἰλ. Χ. 301 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.): - μετὰ γεν., προφυλακτήριον, σκέπη, ὑετοῦ, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 543· πρβλ. ἀλεωρή. Ἐπ. λέξις.
French (Bailly abrégé)
2ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: DELG cf. a.-sax. swelan « brûler lentement », vha. schwelen.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλέη
• Prosodia: [ᾰ-]
1 escapatoria, salvación, remedio, ἐγγύθι μοι θάνατος ... οὐδ' ἀλέη Il.22.301.
2 protección, abrigo c. gen. ὑετοῦ Hes.Op.545, abs. τὸ ἔριον ... ἡμῖν κόσμος καὶ ἀλέα Porph.Abst.1.21.
3 arq., prob. galería, pasaje a la entrada de un templo ἀλέαν εἰς τὸ θύρωμα κοίλαν ICallatis 35.39 (III a.C.).
• Etimología: Cf. ἀλέομαι.
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. ἀλέη Od.17.23, Hp.VM 16; contr. ἀλῆ Babr.18.11
• Prosodia: [ᾰ-]
1 calor, Od.l.c., ἀλέας καὶ ψύχους Pl.Erx.401d, ἀλέα ἰσχύουσα σήπει Arist.HA 570a23, cf. PA 652a8, Ael.NA 3.20, ὁ δ' ἥλιος ... προσῆγε τὴν ἀλέαν πλείω Babr.18.11, cf. Aesop.46.1, ἐν ταῖς ἀλέαις en verano Arist.Pr.939b9
•en sent. local op. αἰθρίη: ἐν ἀλέῃ γενέσθαι estar al calor Hp.l.c., εἰσενεγκεῖν εἰς ἀλέην Hp.Aër.8, cf. 19, Aret.CA 1.1.1, ἐν ἀλέᾳ κατακείμενος Ar.Ec.541
•calor corporal ἡ ἀ. τῆς ζωῆς τοῦ σκήνεος Aret.CA 1.4.2, cf. Plu.2.131d
•fig. vestido Ar.Fr.591.68.
2 en plu. paños calientes, fomentos Gal.11.60, Alex.Trall.1.347.14.
• Etimología: Suele compararse a lituan. svìlti ‘quemar’ y c. otro vocalismo εἵλη, aaa. schwelen, as. swelan ‘quemar lentamente’.
Greek Monolingual
(I)
ἀλέα, η (Α)
1. διαφυγή, διέξοδος, απόδραση
2. καταφύγιο, σκέπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχικό τ. ἀλεF-ᾱ (< θ. του ρημ. ἀλέομαι)
πιθ. αναλογικός σχηματισμός κατά το φυγή.———————— (II)
ἀλέα, η (Α)
1. (για τη φωτιά ή τον ήλιο) ζέστη, θερμότητα
2. θερμό μέρος
(«ποιέεσθαι περιπάτους ἐν ἀλέᾳ», Ιπποκράτης)
3. αιτία, πηγή θερμότητας
4. θερμότητα ζωική ή σωματική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέα, λόγω της καταλήξεώς της (-έα), πρέπει να προέρχεται από ρηματική ρίζα (πρβλ. λ.χ. γενεά < γίγνομαι, δωρεά < δωρῶ. ἰδέα < ἰδεῖν). Τέτοια ρίζα δεν μαρτυρείται στα Ελληνικά, αλλά απαντά σε γερμανικές και βαλτικές γλώσσες. Συγκεκριμένα η λ. συνδέεται συνήθως με το αγγλοσαξον. swelan, νεώτερο γερμαν. schwelen «σιγοκαίω, καίγομαι», λιθ. svilti «καψαλίζω, -ομαι». Η ετυμολογική αυτή σύνδεση ενισχύεται από τη γενικότερα αποδεκτή άποψη ότι η λ. ἀλέα αρχικά δασυνόταν (επομένως ο τ. ἀλέα, προέκυψε με ιωνική ψίλωση), καθώς και από το γεγονός ότι δεν μαρτυρείται παρουσία αρχικού F στα Ελληνικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεάζω, ἀλεαίνω, ἀλεεινός, ἀλεής.———————— (III)
η
δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. allee «διάδρομος κήπου»].
Greek Monotonic
ἀλέα: (Α) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, ἡ (ἀλέομαι), διαφυγή, απόδραση, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., καταφύγιο, άσυλο από, ὑετοῦ, σε Ησίοδ.
• ἀλέα: (Β) [ᾰ], Ιων. ἀλέη, ἡ, θερμότητα, ζέστη, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀλέα: I ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ теплота, тепло Hom., Arph., Plat., Arst.: καὶ πρὸς ἀλέαν κακῶς πεφυκώς, καὶ πρὸς κρύος Plut. плохо переносящий как жару, так и холод.
ион. ἀλέη (ᾰλ) ἡ ἀλέομαι и ἀλεύω убегание, спасение: οὐδ᾽ ἀ. Hom. нет спасения; ἀ. ὑετοῦ Hes. убежище от дождя.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: warmth, spec. of the sun (Hom.).
Other forms: Ion. ἀλέη. Also ἁλέα?, cf. ἀλεαίνειν below.
Compounds: ἐπαλής s. s.v.
Derivatives: ἁλυκρός lukewarm (Nic.), after θαλυκρός (or from fals split θἁλυκρός?). Cf. ἀλυκτρόν εὔδινον H.; ἀλεόν θερμὸν η χλιαρόν H.; ἀλεής (S. Ph. 859; not ἀδεής with Reiske). - Denom. verb: ἀλεαίνω warm (oneself) (Hp.), in Attic aspirated acc. to Eust. 1636: ἁλ-.
Origin: IE [Indo-European] [1045] *suelH- singe, burn
Etymology: With suffix -έα (Chantr. Form. 91) from the verb seen in Germanic and Baltic: OE swelan burn slowly, NHG schwelen , Lith. svìlti singe (intr.). So *hϜαλ- < *su̯l̥H-. S. εἵλη. - Rejected by Szemerényi, Gnomon 43 (1971) 653, who connects MIr. allas sweat [?] and Hitt. alliyanzi they get warm; also Lat. adoleo.
2. See also: ἀλέομαι
Middle Liddell
[for A., see ἀλέομαι
A. an escape, Il.; c. gen. shelter from ὑετοῦ Hes.
B. warmth, heat, Od., Ar. (Deriv. uncertain.)