γονίας

From LSJ
Revision as of 20:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γονίας Medium diacritics: γονίας Low diacritics: γονίας Capitals: ΓΟΝΙΑΣ
Transliteration A: gonías Transliteration B: gonias Transliteration C: gonias Beta Code: goni/as

English (LSJ)

χειμών, in A.Ch.1067 (anap.), acc. to Hsch. εὐχερής, a

   A fair wind; but, acc. to the Sch., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

German (Pape)

[Seite 501] Aesch. Ch. 1063, l. d., nach Schol. ἄνεμος, ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα, vielleicht von γόνιος, = γόνιμος.

Greek (Liddell-Scott)

γονίας: χειμών, ἐν Αἰσχύλ. Χο. 1067, ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Ἡσυχ. εὐχερής, οὔριος ἄνεμος· ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολ., ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα.

French (Bailly abrégé)

- χειμών (ὁ) :
tempête violente, ou, selon d’autres, qui naît soudainement.
Étymologie: γόνος.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ viento fatal, quizá cargado de desastres pred. χειμὼν πνεύσας γ. ἐτελέσθη A.Ch.1067, cf. γ.· ἄνεμος ὅταν ἐξ εὐδίας κινηθῇ χαλεπὸν πνεῦμα Sch.ad loc., γ.· εὐχερής Hsch.

Greek Monotonic

γονίας: χειμών, πιθ. βίαιη καταιγίδα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γονίας: adj. m (только nom. sing.) предполож. роковой или сильный (χειμών Aesch.).

Middle Liddell


γονίας χειμών, perhaps a violent storm, Aesch.