σκορπίζω

From LSJ
Revision as of 13:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκορπίζω Medium diacritics: σκορπίζω Low diacritics: σκορπίζω Capitals: ΣΚΟΡΠΙΖΩ
Transliteration A: skorpízō Transliteration B: skorpizō Transliteration C: skorpizo Beta Code: skorpi/zw

English (LSJ)

fut.

   A -ιῶ LXX Jb.39.15:— scatter, disperse, Ion. word, Hecat.366J. (Pass.); elsewh. only in later writers, LXX 2 Ki.22.15, al., Str.4.4.6, Ev.Matt.12.30, Dsc.4.134, Philum.Ven.12.2; ἐσκορπισμέναι μύξαι CPHerm.7ii 18 (iii A.D.).    2 disintegrate, reduce to powder, Zos.Alch.p.177 B.    3 dissipate, τὸν πατρικὸν βίον Cat.Cod.Astr.2.162.

German (Pape)

[Seite 904] zerstreuen, auseinanderwerfen, -jagen, nach einigen Gramm. ion., nach andern macedonisch, s. Lob. Phryn. 218; schon aus Hecat. angeführt, aber Sp. häufiger, nach Alexander dem Großen; ἐσκορπίσθησαν, Plut. Timol. 4; Luc. asin. 32.

Greek (Liddell-Scott)

σκορπίζω: μέλλ. -ίσω, διασκορπίζω, διαχέω, ἀπομακρύνω, ἀκριβῶς ὡς τὸ σκεδάννυμι, Ἰων. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ τῷ Ἑκαταίῳ (Ἀποσπ. 371), πρβλ. Φρύνιχ. 218, Λοβέκ.· ἀλλ’ ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγεν., οἷον Στράβ. 198, Ἑβδ. καὶ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ao. Pass. inf. σκορπισθῆναι;
disperser comme avec l’engin σκορπίος.

Spanish

esparcir, hacer una aspersión, separar, dispersar

English (Strong)

apparently from the same as σκορπίος (through the idea of penetrating); to dissipate, i.e. (figuratively) put to flight, waste, be liberal: disperse abroad, scatter (abroad).

English (Thayer)

1st aorist ἐσκορπισα; 1st aorist passive ἐσκορπίσθην; (probably from the root, skarp, 'to cut asunder,' 'cut to pieces'; akin is σκορπίος; cf. Latin scalpere, scrobs, etc.; Fick 1:240; 3:811, etc.)); to scatter: ὁ λύκος σκορπίζει τά πρόβατα, ὁ μήν συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει, συνάγει τούς ἐσκορπισμενους τό ὄργανον (i. e. a trumpet), Artemidorus Daldianus, oneir. 1,56 at the beginning); τινα, in the passive, of those who, routed or terror stricken or driven by some other impulse, fly in every direction: followed by εἰς with the accusative of place, Winer's Grammar, 516 (481)) (φοβηθέντες ἐκορπισθησαν, Plutarch, Timol. 4; add, Josephus, Antiquities 6,6, 3). equivalent to to scatter abroad (what others may collect for themselves), of one dispensing blessings liberally: Winer s Grammar, 469 (437)). (According to Phrynichus the word was used by Hecataeus; it was also used — in addition to the writings already cited — by Strabo 4, p. 198; Lucian, asin. 32; Aelian v. h. 13,45 (here διεσκορπίζω (edited by Hercher); λόγους (cf. Latin spargere rumores), Josephus, Antiquities 16,1, 2); cf. Lob. ad Phryn., p. 218; (Winer s Grammar, 22; 92 (87)); the Sept. for הֵפִיץ, σκεδάννυμι.) (Compare: διασκορπίζομαι.)

Greek Monolingual

ΝΑ, και σκροπίζω Ν
1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που το συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά 'χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι
β. «τοὺς δ' ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ σκορπίζειν», Στράβ.)
2. μτφ. δαπανώ αλόγιστα και άσκοπα, κατασπαταλώ («σκόρπισε όλη την πατρική περιουσία στα γλέντια»)
νεοελλ.
1. κομματιάζω, σπάζω («ο Ρώκριτος... σωπαίνει και το λαγούτο σκόρπισεν εις εκατό κομμάτια», Ερωτόκρ.)
2. (αμτβ.) α) διαλύομαι, διασκορπίζομαι («ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε», δημ. τραγούδι)
β) συντρίβομαι σε τεμάχια, γίνομαι κομμάτια
γ) χάνω τη συνοχή μου
3. μτφ. διαχέω, εκπέμπω, αναδίδω (α. «τα λουλούδια που έφερες σκόρπισαν ένα γλυκό άρωμα στο δωμάτιο» β. «το βιολί σκόρπισε ήχους γλυκούς σε όλη την αίθουσα» γ. «ίσκιο βαρύν εσκόρπισε θανάτου η εμορφιά σου», Γρυπ.)
αρχ.
μεταβάλλω κάτι σε σκόνη, κονιορτοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκορπίος με σημ. «είδος καταπέλτη, πολεμικής μηχανής για εκτόξευση βελών» (βλ. λ. σκορπιός). Ο νεοελλ. τ. σκορπώ < ἐσκόρπισα, αόρ. του σκορπίζω κατά το σχήμα ἐχάλασα: χαλώ].

Greek Monotonic

σκορπίζω: μέλ. -ίσω, σκορπίζω, διασκορπίζω, διαχωρίζω, σε Στράβ., Κ.Δ. (αμφίβ. προέλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκορπίζω [σκορπίος] met acc., act. ( caus. ) uiteen doen gaan, verstrooien, verspreiden, uiteendrijven; pass., intrans. zich verspreiden, uit elkaar gaan;. ἐσκορπίσθησαν φοβηθέντες verschrikt verspreidden zij zich Plut. Tim. 4.2.

Russian (Dvoretsky)

σκορπίζω: 1) рассеивать, разбрасывать (ξύλα χαμαί Luc.): ἐσκορπίσθησαν φοβηθέντες Plut. они разбежались в страхе;
2) растрачивать, расточать NT.

Middle Liddell

σκορπίζω,
to scatter, disperse, Strab., NTest. [deriv. uncertain]